Στη μνήμη του Κωνσταντίνου Κοντόπουλου (1916-1944), που εκτελέστηκε μαζί με άλλους 21, σαν σήμερα πριν από 79 χρόνια στο Μπλόκο της Καλογρέζας. Με αφορμή μια φωτογραφία…
Καθαρά Δευτέρα 1944. Οι έξι φίλοι εκδράμουν στα πεύκα και απαθανατίζουν τη στιγμή με μια φωτογραφία. Χαμογελούν στο φακό μη γνωρίζοντας τι η μοίρα τους επιφυλάσσει. Δυο εβδομάδες μετά, το αίμα του πρώτου όρθιου από τα αριστερά θα ποτίζει το αίμα της Καλογρέζας…
Τον λέγανε «Σουηδό» γιατί όλο έλεγε, πώς όταν θα τελειώσει ο πόλεμος θα πάρει την οικογένεια του και θα πάει στη Σουηδία, να γλυτώσει από όλη αυτή τη φαγωμάρα.
Είχε τραυματιστεί στον πόλεμο της Αλβανίας. Ένας όλμος έσκασε κοντά του και το θραύσμα τον βρήκε ψηλά στο αριστερό μπράτσο. Τον μετέφεραν στα μετόπισθεν. Ύστερα τον κατέβασαν στην Αθήνα…
Τον πήγαιναν στο Αρσάκειο, που το είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο, όταν στο δρόμο είδε έναν Καλογρεζιανό. Τον παρακάλεσε:
«Άντε στου Παναγιώτη και ρώτα πού είναι το σπίτι του Σουηδού. Πες στη γυναίκα μου ότι με πάνε στο Αρσάκειο. Να φέρει εκεί το γιό μου να τον δω…»
Δεν είχε κλείσει μήνα το μωρό. Τρία τα μικρά στόματα τώρα στην οικογένεια. Ύστερα ήρθε η πείνα. Ο κόσμος πέθαινε στο δρόμο. Μόνη του ελπίδα, τα συσσίτια.
«Τα συσσίτια γίνονταν στο σχολείο και εκεί που ήταν τα γραφεία της πρώην Κοινότητας, στου Χατζηγιάννη το σπίτι. Μας έδιναν καμιά κουτάλα ζωμό, τίποτα φασόλια…
Κοντά στο σπίτι μας νοίκιαζε ένας Φακιδάρης, που υπηρετούσε στα Τάγματα Ασφαλείας. Η γυναίκα του ήταν στα συσσίτια, υπεύθυνη για τα γάλατα που μοίραζε Ερυθρός Σταυρός.
Το γάλα δεν έφτασε σε όλους. Μια μέρα πήγε ο πατέρας μου με το Μιχάλη Παπούδη να διαμαρτυρηθούν. Λένε, «τρία παιδιά έχει καθένας μας. Δώστε μας και σε μας λίγο γάλα» «Δεν υπάρχει» τους είπαν. «Πώς δεν υπάρχει;». Κουβέντα στην κουβέντα αρπαχτήκανε…
Δυο μέρες πριν από το Μπλόκο ο αδερφός της μάνας μου, ο Νίκος Δανιηλίδης, που ήταν οργανωμένος, του είπε: «Να φύγουμε. Πάμε στους συγγενείς μας στα Ταμπούρια αλλά εκείνος δεν ήθελε…»
Τη μέρα του μπλόκου περνούσαν δυο τσολιάδες από το δρόμο μας. Βγήκε τότε ο Φακιδάρης από πάνω και τους έδειξε:
«Εκεί θα πάτε…»
Χτύπησαν την πόρτα μας. «Εσύ είσαι ο…; «Ναι εγώ». «Σε θέλει ο διοικητής…». Ανυποψίαστος πήγε. Κι έτσι όπως έφυγε βιαστικά, δεν πήρε πανωφόρι.
Είδε η κουμπάρα του που τον παίρνανε, έπιασε τον Φακιδάρη.
«Τον κουμπάρο μου παίρνουνε…»
«Δεν με ενδιαφέρει».
«Σε παρακαλώ κάνε κάτι».
«Άνθρωπος που δεν μου λέει εμένα καλημέρα… Άστον να τον πάρουν».*
«Η μάνα μου σκέφτηκε ότι θα κρύωνε εκεί έξω και βρήκε κάποιον και του έστειλε το σακάκι του…
Το απόγευμα ήρθαν κάποιες γυναίκες στο σπίτι. Τη ρώτησαν αν έχει τίποτα παλιά σεντόνια. Εκεί τον τύλιξαν και τον έφεραν σπίτι μας νεκρό…»**
*Μαρτυρία Βαγγέλη Κρυωνά
**Μαρτυρία Γιάννη Κοντόπουλου
Ευχαριστούμε τον κύριο Γιάννη Κοντόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας