Ο Καραγκιόζης στη γειτονιά

Ο Καραγκιόζης υπήρξε ένας από τους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, η σκιά του θα εξακολουθεί να σαλεύει μέσα μου. Ίσως γιατί ήταν ένας Καραγκιόζης παιγμένος από παιδιά για παιδιά.

Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια και η μνήμη μου δεν με βοηθά αρκετά για να πω με σιγουριά ονόματα. Θαρρώ πως ήταν η παρέα του Νίκου Χαβατζά που εκεί, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, διοργάνωνε τις παραστάσεις στην αυλή (του Κέκκου, αν δεν απατώμαι).

Κατά μια έννοια, σόι πήγαινε το βασίλειο καθώς ο πατέρας Χαβατζάς, με τους συνομήλικούς του, έφτιαχναν μόνοι τους πριν από τον Πόλεμο, φιγούρες για το θέατρο σκιών και έκαναν τους καραγκιοζοπαίκτες.

«Περίμεναν την αλλαγή της βάρδιας στα εργοστάσια, κυρίως τις βραδινές ώρες. Έστηναν ένα παράπηγμα με ένα τεντωμένο σεντόνι, δυο-τρία κεριά από μέσα και έτοιμη η σκηνή. Καλούσαν έπειτα τον κόσμο για την παράσταση με αντίτιμο κάποιες δεκάρες».

Η σκηνή στηνόταν στο βάθος της αυλής. Δεν χρειάζονταν δα και πολλά. Ένα άσπρο σεντόνι, δυο πάγκοι, μερικά κεριά και τέσσερις-πέντε χαρτονένιες φιγούρες. Μόνο αυτά. Το συνεργείο δούλευε όλη τη μέρα για να ετοιμάσει την παράσταση. Είχε χρόνο μπροστά του γιατί καλοκαίρι ήταν, νύχτωνε αργά…

Το νέο διαδιδόταν σαν αστραπή στη γειτονιά. Πήγαινε μάλιστα και πιο μακριά, ως πέρα στην παρακάτω. Όλη η πιτσιρικαρία το ήξερε και άλλο τίποτε δεν συζητούσε από το πρωί εκείνης της μέρας, μοναχά αυτό: την παράσταση.

Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, συνέρρεε όλη η μαρίδα στην αυλή κι έπιανε τους πάγκους – η αλήθεια όχι δίχως φωνές και τσακωμούς- κρατώντας σφιχτά μέσα στη χούφτα τη δεκάρα που είχε εξασφαλίσει από τη μαμά ή τον παππού, για το εισιτήριο.

Όταν όλοι πια είχαμε πάρει τις θέσεις μας – ακόμη και ο Θοδωρής που πάντα ερχόταν καθυστερημένος- η παράσταση ξεκινούσε. Η αγαπημένη καμπούρικη φιγούρα έκανε τη θριαμβευτική είσοδό της στη σκηνή τραγουδώντας «Ε ρε γλέντια, όπα, όπα, όπα…», αναγγέλοντας «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε»…

Ο Καραγκιόζης, μόνιμα πεινασμένος έκανε του κόσμου τις μαλαγανιές για να ξεγελάσει φίλους και εχθρούς με σκοπό να κερδίσει λίγες δεκάρες ή να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό… Κι όσο το έργο προχωρούσε παρελαύνανε στον μπερντέ όλοι οι γνωστοί ήρωες, ο Βεληγκέκας, ο Νιόνιος, ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο Χατζηαβάτης, το Κολλητήρι…

Κι εμείς άλλο τίποτα δεν κάναμε παρά ανέμελα γελούσαμε. Σαν παιδιά…

Κώστας Χαλέμος

Αφήστε μια απάντηση