Φτώχεια, αίμα και πετρέλαιο στο λησμονημένο Ν. Σουδάν

Αρχές του 2022 μαζί με την ταξιδιωτική μου παρέα Αννή, Φώντα και Κατερίνα ξεκινήσαμε με προορισμό το νεότερο κράτος του κόσμου.
Στο πολύπαθο, ανιμιστικό και ολίγον χριστιανικό Νότιο Σουδάν κατοικούν δεκάδες αυτόχθονες φυλές οι οποίες θεωρούνται από τις πιο παραδοσιακές εθνοτικές ομάδες της Αφρικής.
Επτά χρόνια πριν είχαμε ταξιδέψει στο ισλαμικό βόρειο Σουδάν, για να επισκεφτούμε το παλαιό βασίλειο του Kush με τις δεκάδες πυραμίδες των μαύρων Φαραώ.
Τότε λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, ήταν αδύνατον να περάσουμε στο Νότιο Σουδάν που λίγα χρόνια πριν είχε απελευθερωθεί από το αραβομουσουλμανικό βόρειο τμήμα της χώρας, το οποίο το καταπίεζε από ιδρύσεως του πάλαι ποτέ ενιαίου κράτους.
Χύθηκε πολύ αίμα και δόθηκε άφθονο πετρέλαιο ώστε να γίνει εφικτή η ανεξαρτησία και να διορθωθεί η πολιτική στρέβλωση που δημιούργησαν οι αποικιοκράτες Εγγλέζοι.
Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα την κατάσταση που επικρατεί έως και σήμερα στην περιοχή, είναι απαραίτητο να ξεφυλλίσουμε λίγο το βιβλίο της ιστορίας.


Ένας ατέλειωτος πόλεμος

Το ενιαίο Σουδάν μέχρι την ανεξαρτητοποίηση του βρισκόταν υπό την κατοχή της Αιγύπτου και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι αραβικοί πληθυσμοί του βόρειου τμήματος της χώρας αντιμετωπίζονταν θετικά και η οικονομική βοήθεια του Λονδίνου πήγαινε εκεί ενώ το νότιο τμήμα της χώρας παρέμενε υπανάπτυκτο.
Η ανεξαρτησία στο Σουδάν δόθηκε από τους Βρετανούς αποικιοκράτες το 1956 οι οποίοι δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους τις εκκλήσεις των ηγετών του νότιου τμήματος της χώρας που ζητούσαν την δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών.
Όταν έπεσαν οι υπογραφές και το Σουδάν κέρδισε την ανεξαρτησία του, την εξουσία πήραν οι εκπρόσωποι της αραβομουσουλμανικής αστικής τάξης του βορά, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον ενεργειακό πλούτο της χώρας εγκαταλείποντας στην μοίρα τους τον μαύρο πληθυσμό των φυλών του νότου. και το χειρότερο, μετά από λίγα χρόνια εφάρμοσαν τον μουσουλμανικό νόμο (Sharia) ακόμα και στο μη μουσουλμανικό πληθυσμό της χώρας.
Ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βορά και νότου κράτησε σχεδόν πενήντα χρόνια και κατά τη διάρκεια του υπολογίζεται ότι περίπου 2.000.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ παράλληλα περίπου 4.000.000 κάτοικοι του νότιου τμήματος της χώρας εκτοπίστηκαν.

Η ανεξαρτησία του Ν. Σουδάν

Ο πόλεμος σταμάτησε το 2011 όταν το Νότιο Σουδάν έγινε ανεξάρτητο κράτος με την βοήθεια της μαμάς Δύσης, η οποία μόλις μύρισε πετρέλαιο έσπευσε να βοηθήσει.
Από την άλλη μεριά, στο Β. Σουδάν, εδώ και χρόνια οι Κινέζοι αγόραζαν όλο το πετρέλαιο της χώρας και δεν άφηναν τις δυτικές πετρελαϊκές εταιρίες να βάλουν πόδι και …χέρι σε αυτό.
Το Νότιο Σουδάν έχοντας τα 3/4 του πετρελαίου της χώρας στο έδαφος του, έχει την ατυχία να είναι ένα περίκλειστο κράτος και εξαρτημένο από το βόρειο Σουδάν. Για να εξάγει το πετρέλαιο πρέπει να χρησιμοποιήσει τους κινέζικους αγωγούς καθώς και τα διυλιστήρια και τα λιμάνια που βρίσκονται στο Β. Σουδάν.
Όπως γίνεται αντιληπτό όλα τα παραπάνω είναι μια περίπλοκη κατάσταση συμφερόντων και το πετρέλαιο αν και ρέει άφθονο στην περιοχή έχει γίνει η κατάρα των δύστυχων κατοίκων της.

Ο εμφύλιος

Το 2013 μόλις δύο χρόνια μετά από την ανεξαρτησία του Ν. Σουδάν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πολυπληθέστερων φυλών οι οποίες διεκδικούσαν την ηγεσία της χώρας. Αιτία, τα δολάρια που διαχειρίζονταν η ηγεσία από την πώληση του πετρελαίου. Το 98% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τις εξαγωγές πετρελαίου. Το δέλεαρ από τέτοιο πλούτο δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Όλοι ήθελαν το μερίδιο τους με αποτέλεσμα τη συνέχιση των εμφύλιων πολεμικών συρράξεων.
Τα επόμενα χρόνια, η νεότερη χώρα του κόσμου βρισκόταν εκτός ελέγχου. Στα μονόστηλα των εφημερίδων διάβαζες συχνά για μαζικές δολοφονίες άμαχων, για κακοποιήσεις και βιασμούς γυναικών, για απαγωγές και στρατολόγηση παιδιών. Το συνηθέστερο μέσο επιβολής αντιποίνων μεταξύ των φυλών ήταν η απαγωγή και η σεξουαλική δουλεία των γυναικών.
Μετά από χρόνια διεθνών πιέσεων και εμφύλιου σπαραγμού, στις αρχές του 2020 έγινε δυνατό να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας και να μετριαστεί κάπως η ένταση των εχθροπραξιών οι οποίες μέχρι και στις μέρες μας μαίνονται.
Σήμερα οι νεκροί από τον εμφύλιο πόλεμο και μόνο υπολογίζονται σε 400.000, οι πρόσφυγες σε 1.500.000 και οι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας σε 2.000.000.
Αυτή η ματωμένη γωνιά της Αφρικής είναι 3 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα, έχει 11 εκατομμύρια κατοίκους και είναι η τρίτη κατά σειρά πετρελαιοπαραγωγός χώρα της Υποσαχάριας Αφρικής. Η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου φτάνει περίπου τα 300.000 βαρέλια ενώ ο μισός πληθυσμός της χώρας, πάνω από 6 εκατομμύρια, υποφέρουν από σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια και 1,5 εκατομμύριο άτομα αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο θανάτου λόγο υποσιτισμού.
Από τον ΟΗΕ η χώρα, κατατάσσεται μαζί με τη Σομαλία πρώτη στον δείκτη της διαφθοράς και τελευταία στο κατά κεφαλήν εισόδημα και στο προσδόκιμο ζωής (57,6 έτη). Ακριβώς όσο και η ηλικία μου.


Ταξίδι στις φυλές

Καλώς ήρθατε στην νεότερη χώρα του κόσμου που εκτός από τα αρνητικά ρεκόρ που κατέχει είναι και η χώρα που δεν έχει γνωρίσει τίποτα άλλο εκτός από πόλεμο.
Στο ανύπαρκτο από υποδομές αεροδρόμιο της JUBA, φτάσαμε νωρίς το μεσημέρι και μέσα από απίστευτες σκηνές χάους καταφέραμε νωρίς το απόγευμα να φύγουμε από την πρωτεύουσα.
Με φορτωμένα τα δυο τζιπ με όλα τα απαραίτητα ώστε να μπορέσουμε να μείνουμε στην ύπαιθρο, ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι με σκοπό να γνωρίσουμε τις κυριότερες φυλές της χώρας.
Για να βγεις από την πρωτεύσασα και να διασχίσεις τις διάφορες περιφέρειες –νομούς, απαιτείται να έχεις δεκάδες άδειες εισόδου για τις περιοχές αυτές και για να τις προμηθευτείς χρειάζεται να λαδώσεις σχεδόν όλον τον κρατικό μηχανισμό της χώρας.

Οι Mundari

Από την πρωτεύουσα Juba και με κατεύθυνση προς τον βορά, περνώντας από αρκετά checkpoints φτάσαμε νωρίς το βράδυ στην περιοχή Koda όπου κατοικεί μια ομάδα της φυλής Mundari.
Αφού πρώτα έγινε η συνεννόηση και έπεσαν τα ανάλογα μπαξίσια στον αρχηγό της φυλής, στήσαμε τα αντίσκηνα μας δίπλα στο χώρο που σταβλίζονταν τα βοοειδή τους ενώ μας είχε βρει το μαύρο σκοτάδι.
Στην απεραντοσύνη της σουδανικής σαβάνας, στην κυριολεξία στο πουθενά, οι Mundari δένουν το βράδυ σε χαμηλούς πασσάλους τα γελάδια τους, καταλαμβάνοντας χώρο λίγο μικρότερο από ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Εκεί, ανάμεσα στα ζώα και τις κοπριές οι οπλισμένοι άνδρες-φύλακες κοιμούνται στρωματσάδα και στο μέσον του κοπαδιού, ξαποσταίνουν τα γυναικόπαιδα.
Οι αγελάδες είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν οι φυλές-κοινότητες αυτές και η φύλαξη τους από τα άγρια ζώα και τους επιδρομείς άλλων φυλών είναι η πρώτη τους προτεραιότητα.
Ο μικρός οικισμός που βρίσκεται λίγο παραπάνω αποτελείται από κωνικές αχυροκαλύβες όπου μένουν μόνιμα μόνο οι ηλικιωμένοι της φυλής. Δηλαδή αυτοί που είναι πάνω από 38 χρονών !!!
Όλοι οι άλλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονται πάντα μαζί με τα ζώα και απασχολούνται σχεδόν όλη την μέρα με αυτά.
Η ζωή των Mundari όπως και σχεδόν όλων των φυλών της ευρύτερης περιοχής περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τα βοοειδή τους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απλά βοσκοί αγελάδων. Είναι κάτι άλλο που εάν δεν το ζήσεις από κοντά δεν μπορείς να το καταλάβεις.

Οι αγελάδες, ράτσας Ankole-Watusi είναι στην κυριολεξία ολόκληρος ο κόσμος τους.
Αυτά τα γελάδια με τα μεγάλα κέρατα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη θρησκεία τους, στις λαϊκές παραδόσεις, στην οικογένεια, ενώ είναι το μοναδικό σύμβολο πλούτου, δύναμης και κοινωνικού στάτους.
Καμιά φορά η ζωή του κοπαδιού θεωρείται πολύ πιο σημαντική και από αυτή ενός ανθρώπου. Παραδοσιακά, οι αγελάδες Ankole-Watusi θεωρούνται ιερές και είναι ο κύριος λόγος των συγκρούσεων μεταξύ των φυλών.
Η αξία κάθε ζώου μπορεί να φτάσει έως και τα 1000 $ και οι άνδρες για να παντρευτούν όσες γυναίκες μπορούν να συντηρήσουν, πρέπει πρώτα να προσφέρουν προίκα από 40 έως και 250 αγελάδες στην οικογένεια της νύφης.
Αφού ταχτοποιήσαμε τα πράγματα μας στις σκηνές ο οδηγός του δεύτερου τζιπ, o Bonny που ήταν και ο μάγειρας της ομάδας, μέσα σε χρόνο dt έστησε το νοικοκυριό του και μας ετοίμασε νοστιμότατο φαγητό.
Μετά το βραδινό, εκεί που απολαμβάναμε την σιγαλιά της αφρικάνικης σαβάνας ακούστηκαν ήχοι τυμπάνων και άλλων πνευστών οργάνων. Αμέσως με μπροστάρη τον οδηγό μας Maketh περπατήσαμε μέχρι το σημείο όπου ακούγονταν οι ήχοι.
Εκεί με το φως των φακών μας είδαμε ότι οι νεαροί Mundari είχαν στήσει σωστό γλέντι με χορό και τραγούδι σε μια καθαρά αφρικάνικη version.
Τα κοριτσόπουλα, μέσα στην τρελή χαρά, είχαν σχηματίσει έναν κύκλο και τραγουδούσαν χτυπώντας τα τύμπανα τους ενώ οι νεαροί άνδρες στο κέντρο του κύκλου, έκαναν διάφορες κινήσεις και άλματα που περισσότερο μου θύμιζαν αθλητικές επιδείξεις δύναμης.
Αργά το βράδυ πέσαμε ξεροί για ύπνο στα αντίσκηνα μας, ακούγοντας τα κουδούνια των αγελάδων που μηρύκαζαν λίγα μέτρα μακριά.
Πριν βγει ο ήλιος εγώ και τα παιδιά της κοινότητας βρισκόμασταν ήδη στο πόδι.
Τα παιδιά της Αφρικής μέχρι την ενηλικίωσή τους χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά ως σκλάβοι των αντρών και είναι οι περισσότερο σκληρά εργαζόμενοι σε αυτή την ήπειρο.
Από τα άγρια χαράματα, πριν καλά-καλά ανοίξουν τα μάτια τους αρχίζουν να καθαρίζουν με τα χεράκια τους το έδαφος από την κοπριά των ζώων και στην συνέχεια αφού πιούν λίγο γάλα απευθείας από τους μαστούς των αγελάδων, αρχίζουν το άρμεγμα.


Μόλις τελειώσουν με αυτήν την κοπιαστική εργασία, ξεκινούν το μασάζ στα σώματα των ζώων.
Με ένα μείγμα κοπριάς και στάχτης φτιάχνουν ένα είδος πούδρας- κρέμας σώματος και με αυτό το υλικό τρίβουν τις αγελάδες ώστε να είναι προστατευμένες από τα έντομα και τον καυτό ήλιο της Αφρικής.
Κατά τις 10 το πρωί οι άντρες οπλισμένοι με τα καλάσνικοφ φεύγουν με τα ζώα τους για βοσκή και τα παιδιά σε ομάδες πηγαίνουν χιλιόμετρα μακριά για να φέρουν νερό και ξύλα.
Σε όλες τις φυλές της περιοχής το κάθε άτομο της κοινότητας έχει και από έναν ξεχωριστό ρόλο.
Τα παιδιά κάνουν καθημερινά όλα τα παραπάνω ενώ οι γυναίκες φροντίζουν τα βρέφη και επιλαμβάνονται με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν να ετοιμάσουν το φαγητό για όλη την οικογένεια.
Οι άντρες κατά τη διάρκεια της ημέρας αναζητούν στην ευρύτερη περιοχή γόνιμα εδάφη για να βοσκίσουν τα ζώα τους και λίγο πριν από τη δύση του ηλίου επιστρέφουν πίσω όλοι μαζί.
Ένα άλλο απίστευτο που είδαμε την πρώτη μέρα παραμονής μας στους Mundari ήταν η χρησιμότητα των ούρων.
Τα ούρα της αγελάδας χρησιμοποιούνται για το πλύσιμο των κατσαρολικών και το ποιο εντυπωσιακό…για την ατομική τους υγιεινή.
Χέρια, πρόσωπα, δόντια, μαλλιά όλα καθαρίζονταν με φρέσκα πρωινά ούρα κατευθείαν από την ουρήθρα του ζώου.
Οι Mundari το πίνουν επίσης με την πεποίθηση ότι τα ούρα αγελάδας τους ‘’καθαρίζουν’’ εσωτερικά και τους κάνουν πιο αγνούς.


Την επόμενη μέρα αφού είδαμε όλο τον κύκλο της καθημερινής ζωής των Mundari αναχωρήσαμε για το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας με την ελπίδα να μπορέσουμε να επισκεφτούμε τις επόμενες ημέρες τις φυλές. Lotuko, Larim, Toposa, Jiye και Dinka, οι οποίες θεωρούνται από τις πιο παραδοσιακές εθνοτικές ομάδες του Νότιου Σουδάν.
Η περιήγηση στο Ν. Σουδάν δεν είναι εύκολη υπόθεση παρά τις άδειες εισόδου που είχαμε εξασφαλίσει.
Το οδικό δίκτυο έξω από την πρωτεύουσα είναι ανύπαρκτο και στα δεκάδες checkpoints οι κατά τόπους ηγετίσκοι-φύλαρχοι ζητούσαν επιπλέον λάδωμα για να μας αφήσουν να εισέλθουμε στο ‘’τσιφλίκι’’ τους.
Σε ορισμένες περιοχές, όπου οι τοπικοί άρχοντες δεν είχαν τον πλήρη έλεγχό τους, έπρεπε να μας συνοδευόσουν έμμισθοι οπλοφόροι προκειμένου να αποφύγουμε να πέσουμε θύματα ληστείας η ομηρίας.
Επιπλέον οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των φυλών δεν λένε να σταματήσουν παρά την εκεχειρία διότι η διεκδίκηση των βοσκότοπων και οι ζωοκλοπές έχουν καταντήσει να αποτελούν πλέον παράδοση στην περιοχή.
Μεγάλος κίνδυνος επίσης υπάρχει και από τα διάσπαρτα ναρκοπέδια που υπάρχουν σε όλη την χώρα μετά τον πρόσφατο εμφύλιο. Πολλές φορές τα οχήματα είναι αναγκασμένα να κινηθούν εκτός του υποτυπώδους λασπωμένου και γεμάτο βάθρες χωματόδρομου, με αποτέλεσμα να ανοίγουν νέα παράπλευρα περάσματα μέσα στην ψηλή βλάστηση όπου ελλοχεύουν ένα σωρό κίνδυνοι.



Η πρώτη σύντομη στάση μας έγινε στην πρωτεύουσα για τροφοδοσία και γραφειοκρατικές διαδικασίες και στην συνέχεια φύγαμε νοτιοανατολικά με σκοπό να διανυκτερεύσουμε στην περιοχή της φυλής Lotuko.
Η επικράτεια της φυλής Lotuko βρίσκεται στον ορεινό όγκο των βουνών Imatong.
Οι Lotuko πιστεύουν βαθιά στην θεϊκή δύναμη της φύσης και στην λατρεία των προγόνων ενώ ακολουθούν ένα είδους φεουδαρχικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η φυλή χωρίζεται σε 4 βασίλεια.
Φτάσαμε αφού είχε πέσει το σκοτάδι και μετά από μια επεισοδιακή διαδρομή στήσαμε τις σκηνές μας στους πρόποδες του βουνού, οπού στην κορυφή έστεκε το μικρό βασίλειο Ilieu της φυλής Lotuko.
Το να σε βρίσκει στο Ν. Σουδάν η νύχτα στο δρόμο είναι σαν να παίζεις ρωσική ρουλέτα. Ευτυχώς σε ένα τμήμα του ανυπάρκτου δρόμου, μας συνόδευσε για λίγα χιλιόμετρα ένα όχημα με οπλισμένους στρατιώτες.
Στη διαδρομή βλέπαμε ολόκληρα κοπάδια αγελάδων να κατευθύνονται προς την πρωτεύουσα. με σκοπό να πουληθούν σε εμπόρους ζώων.
Τα κοπάδια αυτά τα συνόδευαν οπλισμένα καλόπαιδα που λες και πρωταγωνιστούσαν στην ταινία ‘’Ράμπο ΙΙ: η Αποστολή’’. Ζωσμένοι με μυδράλια, καλάσνικοφ και ρουκετοβόλα, βάδιζαν αγέρωχοι προσέχοντας σαν τα μάτια τους το πολύτιμο εμπόρευμα τους.
Αργότερα, όταν μείναμε μόνοι στο πουθενά, ο οδηγός τα χρειάστηκε για τα καλά γιατί μέσα στην νύχτα εκτός από τους πολλούς κινδύνους που υπήρχαν δεν είχε την δυνατότητα να δει τα σημάδια της διαδρομής που θα μας οδηγούσαν στο βασίλειο του Ilieu.
Την αγωνία του την καταλάβαμε όταν από το άγχος του έχασε για λίγο την σωστή διαδρομή και βγήκε εκτός πορείας.
Λίγο αργότερα όταν αντιλήφτηκε ότι πάμε σε εντελώς λάθος κατεύθυνση, τον έπιασε πανικός. Κινούμενο νευρικά ανάμεσα στα δέντρα και τους ψηλούς θάμνους, μέσα στο σκοτάδι, το τζιπ ακινητοποιήθηκε όταν ο κορμός ενός κομμένου δέντρου που προεξείχε σφηνώθηκε μεταξύ ρόδας και σασί.
Ευτυχώς η εντολή που έχουν να κινούνται πάντα δυο οχήματα μαζί για παν ενδεχόμενο, ήταν σωτήριο στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές στο ταξίδι μας έτυχε να κολλήσει το ένα όχημα στις λάσπες και το άλλο να το ρυμουλκήσει και ας ταξιδέψαμε σε περίοδο που δεν είχε βροχές.
Μετά απ όλα αυτά η ομάδα έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση στον προορισμό της αλλά ευτυχώς χωρίς καμιά …απώλεια.
Το δροσερό νερό ενός μπιτονιού που είχαμε στα πορτμπαγκάζ, ήταν αρκετό για να πλυθούμε πέντε άτομα και μετά από το βραδινό που μας ετοίμασε ο εφευρετικός μάγειρας-οδηγός μας, χαλαρώσαμε στις σκηνές αγναντεύοντας τον έναστρο ουρανό της Αφρικής.
Το πρωί πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στο ορεινό χωριό της φυλής Lotuko.
Το βραχώδες απότομο πέρασμα καταλήγει στην κορυφή του λόφου οπού μια μεγάλη πέτρα παίζει τον ρόλο της πύλης.
Στην είσοδο του χωριού υπήρχε ένα πλάτωμα. Εκεί ήταν ο τόπος συγκέντρωσης της φυλής.
Εκεί μας καλοδεχτήκαν οι πρώτοι κάτοικοι λέγοντας τις λέξεις. «Mong, mong, mong».
Ο χαιρετισμός αυτός σημαίνει κάτι σαν το δικό μας ‘’γεια’’ επαναλαμβανόμενο.
Ξεκινώντας την περιήγηση στα στενά ανηφορικά περάσματα του χωριού, η πιτσιρικαρία ηλικίας από τριών έως δεκατριών χρονών είχε γίνει η ουρά μας και μας ακλουθούσε σε κάθε μας βήμα.


Οι διάσπαρτες κωνικές αχυροκαλύβες ιδιαίτερης αισθητικής καλαισθησίας ήταν πεντακάθαρες, έχοντας μια απίστευτη τάξη ακόμα και στον περιβάλλοντα χώρο.
Οι Lotuko είναι αγροτοκτηνοτρόφοι και η κάθε φαμίλια έχει μεγάλα κοπάδια βοοειδών και αιγοπροβάτων ενώ παράλληλα καλλιεργούν την γη, η οποία όμως δεν τους ανήκει.
Όλες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της περιοχής ανήκουν στην ίδια την κοινότητα η οποία δίνει το δικαίωμα της εκμετάλλευσης για ένα χρονικό διάστημα σε αυτόν που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη.
Αφού περιπλανηθήκαμε για ώρες μέσα στο χωριό τραβώντας φωτογραφίες τους καλοκάγαθους κατοίκους τους, πήραμε τους δρόμους προκειμένου να προλάβουμε να φτάσουμε στον επόμενο προορισμό μας πριν μας βρει και πάλι το σκοτάδι.

Οι Larim

Η περιοχή που είχαμε επιλέξει να κατασκηνώσουμε τις επόμενες δυο μέρες ήταν η γη που κατοικούν οι Larim.
Η φυλή Larim ή Buya όπως τους φωνάζουν η άλλες φυλές, ζουν στους πρόποδες των τεράστιων γρανιτένιων λόφων Buya.
Τα διάσπαρτα χωριά τους με τις όμορφες αχυροκαλύβες παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ήταν περικυκλωμένα από έναν φράκτη φτιαγμένο με κορμούς δέντρων και ξερών κλαδιών που θύμιζαν αρκετά το γαλατικό χωριό του Αστερίξ που βλέπαμε στα κόμικς των παιδικών μας χρόνων.
Όπως και πολλές άλλες από τις γειτονικές εθνοτικές ομάδες, οι Larim είναι ανιμιστές και ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία.
Οι άνδρες, μαζί με τα βοοειδή, τον περισσότερο χρόνο είναι μακριά από τα χωριά τους αναζητώντας νερό και εύφορα βοσκοτόπια, ενώ οι ελάχιστοι άντρες που μένουν πίσω, προστατεύουν τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους.
Τις δυο μέρες που κατασκηνώσαμε κοντά τους Larim αυτό που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι γυναίκες της φυλής.
Παρ όλο που ολόκληρη την μέρα ήταν απασχολημένες με τη γεωργία, το άλεσμα των σιτηρών, το μαγείρεμα, την ανατροφή των παιδιών και την φροντίδα των ηλικιωμένων, τους περίσσευε δύναμη ώστε να μην παραμελούν την κοκετίστικη εμφάνιση τους.
Η παραδοσιακή ενδυμασία των γυναικών της φυλής Larim είναι συνήθως ένα κομμάτι δέρμα σε σχήμα ακανόνιστης φούστας διακοσμημένη με χάντρες ή ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα το οποίο δένει πάνω στον έναν ώμο αφήνοντας το ένα στήθος ακάλυπτο.


Τα λυγερόκορμα κορίτσια τις φυλής ήταν ότι ποιο trendy υπάρχει σήμερα στην Αφρική.
Συνήθως αυτό που φορούσαν ήταν κοντές φούστες τις οποίες τις είχαν φτιάξει από πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος.
Αυτές οι μίνι παρδαλές φουστίτσες, φορεμένες σετάκι με τα στρατιωτικά μποτάκια που είχαν ξεμείνει από τον πρόσφατο πόλεμο, ήταν η νέα ‘’μόδα’’ της νεολαίας.
Επιπλέον τα νεαρά κορίτσια-μοντέλα φορούσαν σκουλαρίκια στο στόμα και στην μύτη και συνήθως μια αλυσίδα διακοσμημένη από χάντρες ξεκινούσε από εκεί και έφτανε μέχρι το ένα τους αυτί.
Στα χέρια τους είχαν κρεμασμένα μπόλικα βραχιόλια και στην μέση τους έβαζαν μια δερμάτινη ζώνη φορτωμένη με πολύχρωμες χάντρες και κορδελάκια.
Το ποιο εντυπωσιακό όμως αυτών των γυναικών ήταν τα ανάγλυφα τατουάζ που είχαν σε όλα τα μέρη του σώματος τους.

Αυτά τα ανάγλυφα σχέδια, αυτές οι εκτεταμένες ουλές που γίνονται με ξυράφι, είναι ένα παλαιό έθιμο των γυναικών όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά κυρίως για να δηλώσουν στους άντρες ότι είναι έτοιμες να παντρευτούν.
Παρόμοιο έθιμο είχα δει πριν πολλά χρόνια και στην φυλή Hammer στην ΝΔ Αιθιοπία.
Την τρίτη μέρα λίγο πριν φύγουμε ο αρχηγός της περιοχής μάζεψε τις γυναίκες των χωριών που επισκεφτήκαμε, προκειμένου να μοιράσει ο ίδιος τα δώρα που ήμασταν υποχρεωμένοι να φέρουμε στην κοινότητα.
Ο ίδιος με μια βέργα στο χέρι έβαλε όλο τον κόσμο σε ένα μεγάλο κύκλο και μοίρασε με πολύ άσχημο τρόπο τα ‘’καθρεφτάκια’’ που έφεραν οι λευκοί πρώην … αποικιοκράτες.
Τα δώρα που μας είχε ζητήσει ο αρχηγός ώστε να μας δοθεί η άδεια της επίσκεψης στα χωριά, ήταν σακουλάκια με αλάτι και φακελάκια έτοιμης κοτόσουπας.
Τα κιβώτια των ‘’πολύτιμων’’ εμπορευμάτων τοποθετήθηκαν στο κέντρο του κύκλου και ο ‘’βασιλιάς της ζούγκλας’’ με το ένα χέρι στην βέργα επέβαλε την τάξη και με το άλλο πέταγε όπου εκείνος έκρινε ‘’τα σακουλάκια της ντροπής’’.
Η διαδικασία στα μάτια μας ήταν απαράδεκτη και ντροπιαστική, αλλά η δυνατότητα παρέμβασης ήταν απαγορευτική μπροστά στην εξουσία του αρχηγού.


Μετά από αυτό οι γυναίκες σαν να μη συμβαίνει τίποτα το έριξαν στο χορό και από ότι φαινόταν από τα πρόσωπα τους το απολάμβαναν όσο τίποτε άλλο.
Ο χορός, το τραγούδι και γενικότερα η μουσική των λαών που ζουν νότια της Σαχάρας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής τους ζωής και είναι η αγαπημένη τους διασκέδαση.
Στο χορό και το τραγούδι το στήνουν σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωή τους (γέννηση, ενηλικίωση, γάμος, θάνατος, αρρώστιες), ακόμα και για το κάλεσμα της βροχής την εποχή της λειψυδρίας.
Με την μουσική, τον χορό και το τραγούδι μεταδίδεται η κουλτούρα στις επόμενες γενιές και είναι επίσης και ο τρόπος που επικοινωνούν με τον κόσμο των πνευμάτων. Αυτά τα δηλώνουν οι ίδιοι.
Όταν ξεκίνησαν να χορεύουν οι γυναίκες κατά ομάδες, οι υπόλοιποι σχημάτισαν έναν κύκλο και άφησαν απέξω τους αδιάκριτους δυτικούς με τα γιαπωνέζικα φωτογραφικά gadgets στα χέρια.
Ο καθένας, μικρός και μεγάλος είχε ενεργό ρόλο στη μουσική ζωή της κοινότητας, παίζοντας μουσική, τραγουδώντας ή χορεύοντας.
Με χορό και με τραγούδι μας συνόδευσαν μέχρι το σημείο που είχαμε τις σκηνές μας και με τον τρόπο αυτό μας αποχαιρέτησαν από την φιλόξενη γη τους.

Στον δρόμο για την Kapoeta περάσαμε από αρκετά checkpoints.
Σε ένα από αυτά με το όνομα CAMP 15 χρειάστηκε να καθυστερήσουμε αρκετά διότι είχα την φαεινή ιδέα να κατέβω από το τζιπ και να τραβήξω φωτογραφία ένα κιόσκι που πουλούσε στους περαστικούς τοπικά σνακ. Αμέσως και από το πουθενά εμφανίστηκε ένας τύπος φωνάζοντας και χειρονομώντας και σε χρόνο dt «συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω» με την κατηγορία της «φωτογράφισης στρατιωτικών εγκαταστάσεων»
Οι παραπάνω στρατιωτικές εγκαταστάσεις που έλεγε το ‘’κατηγορητήριο’’ ήταν το κιόσκι με τα σνακ, ένα σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της μπάρας, το οποίο το ανεβοκατέβαζε ένας ξαπλωμένος στη σκιά άνδρας και λίγο παρακάτω ένα ψάθινο καλυβάκι με τρεις τύπους αραχτούς απέξω.
Η φωτογραφική κατασκοπεία υποτίθεται ότι είχε γίνει στο καμουφλαρισμένο ως ψάθινο καλυβάκι – ‘’διοικητήριο’’ και στη δύναμη των τριών νυσταγμένων στρατιωτών με πολιτικά που λιάζονταν απέξω.
Όμως η δύναμη της εξουσίας ήταν από τη δική τους πλευρά.
Καθισμένος στην καλύβα-ανακριτικό γραφείο με το πειστήριο του εγκλήματος στα χέρια μου, έβλεπα τον καημένο τον οδηγό μας ως σωστό συνήγορος υπεράσπισης να προσπαθεί να πείσει τον ανακριτή υπηρεσίας, (έναν τύπο σκέτη μαφία), ότι εγώ δεν είχα καταλάβει πως βρισκόμουν σε στρατιωτική περιοχή και επίσης δεν είχα βγάλει φωτογραφία.
Ευτυχώς στα λίγα μέτρα που περπατήσαμε μέχρι να με χώσουν στο ‘’ανακριτικό γραφείο’’, κατάφερα με το ένα χέρι να διαγράψω τις τελευταίες λήψεις που έδειχναν το κιόσκι και που πιθανόν στο background της φωτογραφίας να φαίνονταν οι τρεις άντρες και το …διοικητήριο!
Στην συνέχεια μου ζήτησαν την φωτογραφική μηχανή και διαπίστωσαν ότι η τελευταία λήψη που είχα στην μηχανή μου ήταν από το τελευταίο χωριό της φυλής Larim. Εκεί ο ένας από αυτούς επέμενε ότι με είδε να τραβάω φωτογραφία ενώ ο άλλος κάνοντας νόημα μου έδειξε την πόρτα εξόδου κρατώντας όμως τον οδηγό.
Καθισμένος στο τζιπ σκεφτόμουν πως οι τύποι μπορούσαν να μου είχαν κατάσχει την φωτογραφική μηχανή η την κάρτα μνήμης για να μην σκεφτώ τίποτα χειρότερο.
Αλλά αυτό που μάλλον ήθελαν ήταν ζεστό χρήμα χωρίς όμως να εκτεθούν και να διακινδυνεύσουν.
Μετά από δέκα λεπτά αφέθηκε ελεύθερος και ο οδηγός μας, ο οποίος μπήκε στο τζιπ ανέκφραστος λέγοντας κοφτά πως από εδώ και στο εξής όταν θα πλησιάζουμε checkpoints οι φωτογραφικές μηχανές να βρίσκονται μέσα στα σακίδια μας.
Τα πόσο βαθιά έβαλαν το χέρι τους στην τσέπη του δεν το μάθαμε όσες φορές και αν προσπαθήσαμε. Ο Maketh, ο οδηγός μας, δεν ήθελε να μας πει διότι με αυτόν τον τρόπο θα ομολογούσε σε ξένους επισκέπτες το πόσο διεφθαρμένος είναι ο κρατικός μηχανισμός της χώρας του. Ελπίζω το πουρμπουάρ που του δώσαμε στο τέλος του ταξιδίου να κάλυψε αυτό το ποσό.
Ύστερα από λίγα δύσκολα χιλιόμετρα αφήσαμε την περιοχή των Larim και μπήκαμε στην περιοχή οπού κυριαρχεί η ενθοτική ομάδα της φυλής Toposa.

Οι Toposa

Οι Toposa είναι μια από τις μεγαλύτερες φυλετικές ομάδες του Νοτίου Σουδάν και είναι γνωστή ως οι πιο άγριοι πολεμιστές και οι πιο επιδέξιοι ζωοκλέφτες της χώρας.

Οι Larim και οι Toposa εκτός από γείτονες είναι και θανάσιμοι εχθροί. Εδώ και αιώνες η αιτία των συγκρούσεων τους είναι οι ζωοκλοπές, το νερό και ο έλεγχος για τα βοσκοτόπια.
Στον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο είχαν ενεργό ρόλο και οι δύο με αντάλλαγμα όπλα και ζώα. Όταν έληξε επίσημα ο πόλεμος οι σχέσεις τους ‘’αναβαθμιστήκαν’’ σε ένοπλες μεταξύ τους συγκρούσεις.
Το μεσημέρι μπήκαμε στην Kapoeta, ένα χωμάτινο κεφαλοχώρι που βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού Singaita, Η Kapoeta κυριαρχείτε από τους Toposa, είναι σταθμός ανεφοδιασμού και βρίσκεται πάνω στον χωμάτινο δρόμο που οδηγεί στην Κένυα.
Από εκεί γεμίσαμε τα ρεζερβουάρ, πήραμε τις προμήθειες των επόμενων ημερών και φορτώσαμε τη σχάρα του τζιπ με τα δώρα που έπρεπε να δώσουμε, ώστε να μας επιτραπεί η είσοδος στα χωριά των Toposa και των Jiye.
Τα χαρτοκιβώτια με τα δώρα περιείχαν λάδι από λαχανικά για το μαγείρεμα, αλάτι, μπαχαρικά και καπνό.
Μια σύντομη βόλτα στο κοντινό χωριό Pariyang, μας έδωσε μια πρώτη γεύση της φυλής Toposa



Το απόγευμα εγκατασταθήκαμε στο μοναδικό κατάλυμα που είχε η Kapoeta για να ξεκουραστούμε, να ανασυγκροτηθούμε, να φορτώσουμε τις μπαταριές των φωτογραφικών μας μηχανών και να ξαπλώσουμε επιτέλους μετά από μέρες σε κανονικό κρεβάτι με στρώμα.
Το βραδάκι στον κήπο του καταλύματος, είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον στρατιωτικό διοικητή και τον δήμαρχο, οι οποίοι μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό, μερίμνησαν ώστε να πάρουμε νωρίς το επόμενο πρωί τις απαιτούμενες άδειες.
Η περιοχή ΒΑ της Kapoeta που θα επισκεπτόμασταν τις επόμενες μέρες ήταν απαγορευμένη μέχρι πολύ πρόσφατα και όποιος έκανε το λάθος να πλησιάσει τα όπλα των Toposa, το πλήρωνε πολύ ακριβά.
Νωρίς το επόμενο πρωί, με τις άδειες στο χέρι και τις μπαταρίες φορτισμένες πήραμε τον guide της φυλής και φύγαμε για το χωριό Mogos της φυλής Toposa. Σε όλη την διαδρομή βλέπαμε παρέες γυναικών να μεταφέρουν στα κεφάλια τους σορούς από καλάμια τα οποία τα χρησιμοποιούν για να επισκευάσουν τις καλύβες τους.
Δίπλα σε μικρούς οικισμούς και κοντά σε ξεροπόταμους, πολλά μικρά αγόρια έβοσκαν μόνα τους μικρά κοπάδια με κατσίκια και πρόβατα. Η προοπτική αυτών των μικρών τσοπάνηδων είναι να αποφοιτήσουν με επιτυχία από την κατώτατη σχολή βόσκησης αμνοεριφίων και όταν πλέον γίνουν ενήλικοι να περάσουν στην ανωτέρα σχολή βόσκησης βοοειδών.
Με την κατοχή βοοειδών και με το οπλοστάσιο σου μετριέται το στάτους ενός άξιου άντρα. Είναι σαν να έχεις δικό σου σπίτι, καλό αυτοκίνητο και σίγουρη δουλειά.


Όταν φτάσαμε στο χωριό και κατασκηνώσαμε, μας επισκέφτηκε ένας ηλικιωμένος άντρας, που πιθανόν να ήταν μικρότερος από εμένα, καλωσορίζοντας μας εγκάρδια και δηλώνοντας ότι είναι ο αρχηγός της κοινότητας. Ο ευγενικός βασιλιάς που φορούσε ένα καουμπόικο καπέλο, σαγιονάρες, και ένα κοντό σκισμένο παντελόνι που με δυσκολία κρατιόταν στην θέση του, μας προσκάλεσε να περάσουμε από το χωριό και να επισκεφτούμε το σπίτι του.
Νωρίς το απόγευμα επισκεφτήκαμε με τη σειρά μας το χωριό του, που ως επί το πλείστον είχε γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Οι άντρες την ξηρή περίοδο βρίσκονται μακριά με τα βοοειδή τους ενώ οι γυναίκες που μένουν πίσω είναι υπεύθυνες για όλες τις εργασίες και κυρίως για τις εποχιακές καλλιέργειες, φασολιών, σόργου και κεχριού.
Το απόγευμα που άρχισε να πέφτει ο ήλιος τις βρήκαμε καθισμένες κάτω από τις υπερυψωμένες καλύβες τους να αλέθουν τους σπόρους. Ο πρωτόγονος τρόπος άλεσης γινόταν με λειασμένες πέτρες πάνω σε έναν κοίλο βράχο.

Με επιδέξιες κινήσεις γεμάτες χάρη, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν τα μακριά τους χέρια και με αυτήν την επαναλαμβανομένη κίνηση έλιωναν τους σπόρους και έβγαζαν το αλεύρι.
Χαρακτηριστικό των γυναικών Toposa, οι οποίες φορούν και αυτές ένα σορό πολύχρωμες χάντρες στο κεφάλι και υπέροχα περιδέραια, είναι ο μεταλλικός κρίκος που βάζουν από μικρή ηλικία στο κάτω χείλος τους αφαιρώντας τα δύο κάτω δόντια.

Τα πολύ μικρά παιδιά, αν και είχαν την περιέργεια να δουν από κοντά τα λευκά ξωτικά, μόλις αρχίζαμε να πλησιάζουμε κοντά τους, έφευγαν τρομαγμένα και χώνονταν στην ασφάλεια της καλύβας τους. Οι ηλικιωμένοι, γυναίκες και άνδρες, καθισμένοι σχεδόν γυμνοί έξω από την καλύβες τους κρατούσαν συνεχώς στο χέρι τους το καλάμι από τον αυτοσχέδιο ναργιλέ και κάπνιζαν αρειμανίως χαρμάνι αγνώστου μίγματος


Οι Toposa όπως και η γύρω φυλές του Νείλου διατηρούν στο ακέραιο, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Είναι ανιμιστές, έχοντας τις δικές τους ιδιαίτερες τοπικές θεότητες, οι οποίες όμως είναι αναμεμειγμένες με τον χριστιανισμό των ιεραπόστολων που έχουν εισβάλει τα τελευταία χρόνια στην περιοχή.
Απέναντι από τον χώρο που είχαμε βάλει τις σκηνές μας, οι ιεραπόστολοι είχαν φτιάξει μια μικρή ξύλινη εκκλησία και τα πρωινά ακούγαμε την λειτουργία .
Το ’’μαγαζί’’ είχε κόσμο μόνο όταν γίνονταν γνωστό ότι μετά την λειτουργία θα υπάρχει …συσσίτιο.
Τα στελέχη μάρκετινγκ της ‘’επιχείρησης’’ έχουν κάνει χρόνια τώρα έρευνα αγοράς και έχουν κατανοήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των καταναλωτών τους.
Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από την περιοχή τους, διότι μας περίμενε και η γειτονική φυλή Jiye, έριξαν και αυτές οι γυναίκες έναν αποχαιρετιστήριο χορό που πραγματικά μας εντυπωσίασε.
Τα στολισμένα λυγερόκορμα γυναίκεια κορμιά, λικνίζονταν με έντονες πολεμικές κινήσεις και άλματα κάτω από τις ιαχές και τα ρυθμικά παλαμάκια των άλλων γυναικών. Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά και δύσκολα αφήσαμε αυτό το υπερθέαμα.


Ο δρόμος που μας περίμενε ήταν δύσκολος και έπρεπε να φτάσουμε στην περιοχή των Jiye πριν πέσει το φως.

Οι Jiye

Ευτυχώς τις μέρες αυτές δεν έβρεξε και ο σχεδόν ανύπαρκτος δρόμος ήταν σε καλή κατάσταση. Εάν έχεις όμως την ατυχία και πέσεις πάνω σε ψιλή βροχή θα πρέπει να περιμένεις δυο-τρεις μέρες να στεγνώσει το έδαφος για να μπορέσεις στην συνέχεια να διασχίσεις την περιοχή.
Την περίοδο των βροχών μην το επιχειρήσεις καθόλου, είναι αδύνατον.
Φτάνοντας στην περιοχή των Jiye, κατασκηνώσαμε δίπλα στο χωριό αφού πήραμε την άδεια του τοπικού άρχοντα. Την ώρα που στήναμε τις σκηνές πλάκωσαν αρκετά πιτσιρίκια. Ένα από αυτά είχε στην αγκαλιά του μια κότα, η οποία έγινε το επόμενο γεύμα μας.
Ο Boony ο οδηγός του δεύτερου τζιπ ήταν ο μάγειρας της ομάδας και πολύ θα ήθελα να τον είχα κολλητό στην Ελλάδα. Αυτός ο τύπος από το τίποτα και με ελάχιστα μέσα έφτιαχνε κάθε μέρα πεντανόστιμα φαγητά.

Μετά την κατανάλωση του φρέσκου κοκκινιστού κοτόπουλου, η ομάδα των πέντε ύστερα από τη προσθήκη ενός ξινού Ολλανδού, ξεκινήσαμε για το χωριό Lopet το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα μας.

Οι Jiye ζουν στις άνυδρες επίπεδες πεδινές περιοχές του ΝΑ Ν. Σουδάν και όπως και οι άλλες φυλές της χώρας είναι γεωργοκτηνοτρόφοι.
Η αυξημένη συχνότητα των περιόδων ξηρασίας τα τελευταία χρόνια στην περιοχή έχει αναγκάσει τις φυλές να μετακινούνται σε ξένα εδάφη προκειμένου να βρουν νερό και βοσκοτόπια, με αποτέλεσμα η κατάσταση αυτή να δημιουργεί μια αλυσιδωτή μετακίνηση των φυλών
Από την ΒΔ Κένυα, περιοχή που συνορεύει με το Ν. Σουδάν, οι Turkana μπαίνουν στα εδάφη των Topoza. Στην συνέχεια οι Topoza πιέζουν τους Jiye και οι Jiye στους Murle .
Με την παραπάνω κατάσταση να επιδεινώνεται, φυσικό είναι να ξεκινούν συγκρούσεις οικονομικών συμφερόντων μεταξύ των φυλών και όσο η κλιματική αλλαγή εντείνει τα φαινόμενα ξηρασίας, το πρόβλημα θα γίνεται μεγαλύτερο.
Διάβασα πρόσφατα τη συνέντευξη ενός Νοτιοσουδανού πλημμυροπαθή σε δημοσιογράφο Αμερικανικού δικτύου, ο οποίος με μια φράση τα είπε όλα.
«Εσείς εκεί στην Δύση συζητάτε ακόμα για την κλιματική κρίση; Εμείς τη νιώθουμε κάθε χρόνο πάνω μας»
Σε αυτήν την περιφέρεια του Ν. Σουδάν οι Topoza και οι Murle έχουν την δημογραφική πλειοψηφία και την διοίκηση της περιοχής, με αποτέλεσμα καμιά κρατική βοήθεια να μην φτάνει στους Jiye.
Οι συνθήκες διαβίωσης των φυλών και κυρίως των Jiye είναι από τις χειρότερες που έχω συναντήσει στα 36 χρόνια που ταξιδεύω. Οι συγκρούσεις, ο ακραίος υποσιτισμός και οι ασθένειες αποδεκατίζουν ενήλικες και μικρά παιδιά.


Τριγυρνώντας ανάμεσα στις καλύβες είδαμε βρέφη άρρωστα στην αγκαλιά της μάνας τους και πολλά μικρά παιδιά με τουμπανισμένη κοιλίτσα. Αυτή η γνωστή εικόνα της πρησμένης παιδικής κοιλιάς στα παιδιά της Αφρικής έχει όνομα και λέγεται Kwashiorkor (Οιδηματώδης υποσιτισμός) ή «η ασθένεια του πρωτότοκου παιδιού» όπως το λένε στην Αφρική.
Το Kwashiorkor είναι η αρρώστια που παρουσιάζεται συνήθως στα πρωτότοκα μωρά και ο λόγος είναι το ότι όταν ένα νέο μωρό έρχεται στην οικογένεια, αναγκάζει το παλαιότερο παιδί να σταματάει το θηλασμό από το στήθος της μητέρας του και την θέση του να την παίρνει το νέο μωρό. Το μητρικό γάλα είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του, αλλά αυτό κόβεται πρόωρα και αντικαθίσταται συνήθως με διατροφή υψηλή σε υδατάνθρακες (κυρίως ζάχαρη), αλλά με ανεπάρκεια σε πρωτεΐνες και άλλες θρεπτικές ουσίες.



Τα πράγματα που τους δώσαμε ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Είναι τραγικό να βλέπεις έναν ολόκληρο λαό σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να μπορείς να κανείς το παραμικρό γι αυτούς ενώ παράλληλα να γνωρίζεις ότι οι διεφθαρμένοι κυβερνώντες συσσωρεύουν τεράστια ποσά στους λογαριασμούς τους.
Φεύγοντας από την φυλή των Jiye το μόνο που είχαν να μας προσφέρουν ήταν ο χορός τους και αυτός έγινε το πρωί έξω από το χωριό. Πρωταγωνιστές ήταν και πάλι οι γυναίκες που φορώντας τα καλά τους αυτοσχέδια στολίδια χόρεψαν με την καρδιά τους για τους λευκούς επισκέπτες που πολύ σπάνια φτάνουν στον τόπο τους.


Οι Dinka

Η επόμενη φυλή που θα βλέπαμε απείχε δυο μέρες οδήγησης και ο δρόμος περνούσε μέσα από την Kapoeta. Εκεί σταματήσαμε για ανασύνταξη, ανεφοδιασμό και διανυκτέρευση στο μοναδικό ταπεινό κατάλυμα της περιοχής. Νωρίς το πρωί με συνοδεία οπλοφόρου, διότι οι ληστείες στην περιοχή είναι συχνό φαινόμενο, ακολουθήσαμε ΝΔ πορεία για να βρούμε την φυλή Dinka.
Μεσημέρι φτάσαμε και κατασκηνώσαμε δίπλα σε μια ομάδα Dinka, αφού πρώτα έγινε συνεννόηση με το γηραιότερο άτομο το οποίο ηγούνταν της τοπικής ομάδας.
Οι Dinka όπως και οι άλλες φυλές της χώρας είναι κυρίως κτηνοτρόφοι και θεωρούνται οι ψηλότεροι άνθρωποι του κόσμου. Πληθυσμιακά είναι η μεγαλύτερη φυλή στο Νότιο Σουδάν και η συμβολή της στον αγώνα της ανεξαρτησίας της χώρας ήταν τεράστια..
Κάνοντας βόλτα στον πρόχειρο τσαντιρομαχαλά των Dinka διαπιστώσαμε ότι αυτή η φυλή ήταν σε καλύτερη κατάσταση από όλες τις άλλες. Ήταν ορατό από την πρώτη στιγμή ότι σε αυτή την ομάδα είχε δοθεί κρατική βοήθεια και βρίσκονταν σε προνομιακή θέση έναντι των άλλων φυλών. Ο μοναδικός λόγος αυτής της διάκρισης είναι ότι ο πρόεδρος της χώρας ανήκει στην φυλή Dinka.
Το απογευματάκι άρχισαν οι βοσκοί να επιστρέφουν με τα κοπάδια τους στον χώρο όπου είχαμε κατασκηνώσει. Οι Dinka όπως και οι Mundari ακολουθούν τα κοπάδια τους σε κάθε αλλαγή εποχής και μένουν στον ίδιο χώρο όπου σταβλίζονται τα ζώα τους.
Ζουν και κοιμούνται ανάμεσα στις αγελάδες και σε ένα πρόχειρο αντίσκηνο που είναι χορηγία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στήνουν ολόκληρο το νοικοκυριό τους.

Κατά τη δύση του ηλίου μαζεύονται όλοι στο χώρο διανυκτέρευσης των βοοειδών και ο κάθε ένας, μικροί μεγάλοι, γνωρίζουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν.
Οι γυναίκες έξω από το αντίσκηνο τους ετοιμάζουν το φαγητό της οικογένειας έχοντας συνήθως και από ένα μωρό στην αγκαλιά. Τα παιδιά αναλάμβαναν από τους άντρες το κοπάδι και φροντίζουν να δέσουν ένα ένα τα ζώα σε πασσάλους. Οι άντρες αφού ανάψουν μικρές εστίες φωτιάς σε πολλά σημεία για να διώξουν τα κουνούπια, ξαποσταίνουν κατάχαμα αγκαλιά με τα καλάσνικοφ.
Περπατώντας ανάμεσα σε αυτό το απίστευτο σκηνικό που δημιουργούσε ο καπνός, οι ανθρώπινες φιγούρες και το ηλιοβασίλεμα, η φωτογραφική μου μηχανή πήρε φωτιά από τα εκπληκτικά θέματα που ξεδιπλώνονταν μπροστά μου.


Πραγματικά δεν ήξερα προς τα πού να στρέψω το βλέμμα μου. Μέχρι που σκοτείνιασε εντελώς ήμασταν μαζί τους και γοητευμένοι γυρίσαμε στις σκηνές μας όπου μας περίμενε ένα ακόμη καταπληκτικό φαγητό του MasterChef, Bonny.
Το βράδυ, μετά από μια τόσο γεμάτη ημέρα, ξαπλώσαμε έξω από τις σκηνές βάζοντας τα απαραίτητα εντομοαπωθητικά και απολαύσαμε μέσα στην σιγαλιά της νύχτας τον έναστρο αφρικανικό ουρανό.
Αργότερα και αφού είχαμε μπει στις σκηνές μας για ύπνο, ακούστηκαν από τον καταυλισμό των Dinka τύμπανα και απόκοσμες ιαχές γυναικείων φωνών.
Στο λεπτό με την Κατερίνα, ντυθήκαμε και βγήκαμε από τη σκηνή. Μέσα στα σκοτάδια ακολουθήσαμε σαν μαγεμένοι τους ήχους των τυμπάνων. Από πίσω μας έτρεξε ο Maketh ο οδηγός μας ο οποίος μας είπε ότι οι Dinka ορισμένα βράδια, ανάλογα με την θέση του φεγγαριού, κάνουν τις δικές τους θρησκευτικές τελετές οι οποίες είναι ένα μίγμα ανιμιστικών τελετουργιών με ψαλμωδίες τύπου gospel ή spirituals της γνωστής προτεσταντικής Αμερικάνικης εκκλησίας.
Μόλις φτάσαμε στο χώρο τους, εν μέσω απόλυτου σκοταδιού, με τον φακό μας διακρίναμε τις σιλουέτες από κυρίως νεαρά κορίτσια τα όποια χόρευαν και τραγουδούσαν κάτω από τον ρυθμό των κρουστών.
Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που επικρατούσε αντανακλούσε στα εκστασιασμένα πρόσωπα των κοριτσιών που τραγουδούσαν με τον αφρικανικό τρόπο οπού πρώτα τραγουδά ένα άτομο μια φράση και στη συνέχεια όλη η ομάδα απαντά. Αυτή την αφρικανική τεχνική ‘’ψαλμωδιών’’ ακολουθούν πολλές θρησκευτικές κοινότητες σε προτεσταντικές κυρίως εκκλησίες των εγχρώμων Αμερικανών που έχουν ρίζα από την μητέρα Αφρική.
Αυτή η τελευταία μας βραδιά στην καρδιά της πραγματικής Αφρικής ήταν μια συναρπαστική εμπειρία που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Την επόμενη ημέρα από πολύ πρωί ετοιμαστήκαμε για την αναχώρηση μας.
Τα παιδιά των Dinka είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύουν με τα χεράκια τους την κοπριά των ζώων πριν από το άρμεγμα.

Μέχρι τις δέκα το πρωί που οι άντρες έφυγαν με τα ζώα για βοσκή απαθανατίζαμε τις τελευταίες εικόνες σε αυτή τη βασανισμένη αλλά απίθανη χώρα που δεν έχει βρει δυστυχώς ακόμα την γαλήνη της.
Η διαδρομή ως την αδιάφορη πρωτεύουσα ήταν σύντομη όπου εκεί διανυκτερεύσαμε σε κανονικό ξενοδοχείο και την επόμενη μέρα πετάξαμε μέσω Καΐρου για την Αθήνα.

Πέτρος Τριανταφυλλίδης

Αφήστε μια απάντηση