Τα δυο «λ» της ζωής του: λιγνίτης και λαούτο

Με μαντινάδες και ρακές με λύρα και λαούτο
μ’ ασκομαντούρα και χορό θέλω τον κόσμο τούτο…

Άχαρη ήταν η δουλειά, βαρετή. Δεν την γούσταρα αλλά τι να κάνω, ένεκα η ανάγκη… Έπρεπε να μετράω τα βαγόνια, που ανέβαιναν απ’ το φανάρι. Έτσι λέγαμε το πηγάδι. Γιατί, δεν ξέρω. Είχα ένα τεφτέρι και σημείωνα. Το ’κανα εντελώς μηχανικά γιατί εμένα το μυαλό μου έτρεχε αλλού. Στο λαούτο. Το είχα φέρει μαζί μου απ’ το χωριό μου, τους Ταξιάρχες της Κύμης. Στην Αθήνα ήρθαμε για να βρούμε δουλειά, παρακινούμενοι απ’ τον μπάρμπα μας, τον Θεμιστοκλή Λύκο. Αυτός ήταν γενικός δερβέναγας στο λιγνιτωρυχείο Καλογρέζας. «Άστα πανηγύρια, εδώ θα έχεις σταθερό μισθό» μου είχε διαμηνύσει.

Με τον πατέρα μου, που ’ταν δεξιοτέχνης στο βιολί, είχαμε φτιάξει πολύ καλό ντουέτο. Παιδί ακόμη ήμουνα, όταν μου έκανε δώρο το λαούτο κι άρχισα τα πρώτα μαθήματα. Γυρίζαμε όλη την Εύβοια και παίζαμε σε γάμους, βαφτίσια και σε διάφορα άλλα γλέντια. Κερδίζαμε καλά λεφτά αλλά πανηγύρια δεν γίνονταν κάθε μέρα. Έτσι, το 1957, στα 18 μου, τα μάζεψα και ήρθα στην Αθήνα.

Η δική μου δουλειά στο ορυχείο δεν ήταν βαριά και το μεροκάματο, 27 δραχμές, ήταν καλό, αν σκεφθείς κιόλας ότι ήμουνα ανειδίκευτος. Εμένα όμως η καρδιά μου χτυπούσε μόνο για το λαούτο. Στο ορυχείο δούλεψα μέχρι που έκλεισε. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», που λέγανε κι οι αρχαίοι. Για μένα έκλεισε ένας δρόμος αλλά ανοίχτηκε ένας άλλος. Ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη μουσική, γύρισα όλο τον κόσμο, έγινα γνωστός παντού και, όταν αποσύρθηκα, πήρα και τιμητική σύνταξη…

Ξεκίνησα να παίζω στη Νέα Ιωνία και το Ηράκλειο. Πότε στου «Πασχάλη», που ήταν δυο ουζερί δίπλα-δίπλα πάνω απ’ το ρέμα, στο ύψος του ΙΚΑ και πότε στην ταβέρνα του «Μανούρη» στο Ηράκλειο. Το 1961 έπιασα δουλειά στην «Κομπαρσίτα» στη Ν. Φιλαδέλφεια, απ’ το πάλκο της οποίας είχαν περάσει ήδη ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλα. Μετά άνοιξα τα φτερά μου, έφυγα στα ξένα. Είδα άλλους τόπους και γνώρισα άλλους ανθρώπους αλλά οι θύμησες απ’ τα χρόνια που έζησα στο λιγνιτωρυχείο δεν πήγανε στην άκρη. Κάθε φορά που πατάω σε αυτά τα χώματα τις ξαναφέρνω στο μυαλό μου…

Στη μνήμη του Βασίλη Κατράκου 1939-2020

ΙΝFO: Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χαλέμου: Βάρδα βουλιαμέντο (στα λιγνιτωρυχεία Καλογρέζας), ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2014).

Η φωτογραφία του άρθρου είναι της Χρίστίνας Σαββατιανού.

Αφήστε μια απάντηση