1925: Η οργή του Ποδονίφτη

Πολλά χρόνια είχε να δει τέτοιο κατακλυσμό η Αθήνα… Ήταν Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 1925…  Οι κρουνοί του ουρανού άνοιξαν ακριβώς το μεσημέρι. Μέσα σε μια ώρα η βροχή έφτασε τα 50 χιλιοστά. Ύστερα από τρεις ώρες, η πόλη έμοιαζε με Βενετία. Δεν έμεινε ούτε ένας δρόμος, ούτε ένα υπόγειο που να μην κατακλυσθεί από νερό. «Ήρθε το τέλος του κόσμου» ωρύονταν οι γιαγιάδες…

Τα ποτάμια φούσκωσαν και πλημμύρισαν τον τόπο γύρω… Θέριεψε και ο Ποδονίφτης κι έπνιξε Καλογρέζα, Σαφράμπολη κι Ελευθερούπολη… Από την οργή του νερού, γέφυρες γονάτισαν, σπίτια πλημμύρισαν, περιουσίες καταστράφηκαν.

«Οι δυο γέφυραι (σημ: Σαφράμπολης και Ελευθερούπολης) εκ των οποίων η πρώτη ξύλινη η δε ετέρα λίθινος αλλά ημιτελής υπέστησαν σοβαρωτάτας ζημίας. Της πρώτης παρεσύρθησαν υπό του ισχυροτάτου ρεύματος περί τα 20 στηρίγματα ούτω δε αύτη έγινε σχεδόν εν αχρηστία, απαγορευθείσης της διελεύσεως επ’ αυτής οχήματών. Ταύτα σταθμεύουν πλέον εις την αντίπεραν όχθη, οι δε επιβάται διέρχονται αν είς και και μετά μεγάλης προσοχής δι’ αυτής, προτιμώσιν όμως την γέφυρα του σιδηροδρόμου. Η ετέρα ημιτελής λίθινος γέφυρα είχε καλυφθή ολόκληρος υπό των υδάτων, παρεσύρθησαν δε τινά τεμάχια τινά αυτής εκ των πλαγίων…»

Οι άνθρωποι τρέχανε αλλόφρονες να σωθούν και να σώσουν ό,τι μπορούν από το βιός τους. Στην εφημερίδα διαβάζουμε την περιπέτεια «μιας οικογένειας ανθρακέων. Είχεν ανεγείρει σανιδόπηκτο παράγκα εις το μεταξύ Σαφραμπόλεως και Ελευθερουπόλεως διάστημα, επί ενός υψώματος χωμάτων τεσσάρων περίπου μέτρων ύψους… Όταν όμως η πλημμύρα κατέκλυσε τα πάντα, το ύψωμα μετεβλήθη εις νησίδα της οποίας τα χωμάτινα κράσπεδα μικρόν και κατ’ ολίγον κατετρώγοντο, ούτω δε η οικογένεια είχε μεταβληθεί εις νέους Ροβινσώνας, με την διαφορά ότι από στιγμής εις στιγμήν αυτή διέτρεχε τον κίνδυνον να πνιγή. Ευτυχώς μικρόν και κατ’ ολίγον το κύμα έχανε την έντασιν αυτού, ούτε δε μετά τινά ώραν κατωρθώθη η απολύτρωσις των κινδυνευόντων. Επετεύχθη δε λίαν εγκαίρως η διάσωσίς των διότι μετ’ ολίγον το σανιδόπηκτον οίκημα αυτών παρεσύρετο. Πλην τούτου όμως, και όλαι αι εις όχθην του χειμάρρου οικίαι κατεκλύσθησαν υπό των υδάτων, τα δε έπιπλα αυτών, κρεββάτια, τραπέζια, καθίσματα, σεντούκια και άλλα ελαφρά αντικείμενα παρεσύρθησαν».

Ο κατακλυσμός προκάλεσε πολλές ζημιές στην περιοχή. «Αι γέφυραι Ελευθερουπόλεως και Σαφραμπόλεως υπέστησαν ρήγματα. Τα δε ύδατα του χειμάρρου επέφερον ζημίας και εις το υδραγωγείον του συνοικισμού. Το εκεί εργοστάσιο χρωματουργίας Σοφιανόπουλου υπέστη ζημίας 70 χιλιάδων δραχμών. Επίσης το εργοστάσιο Εριουργίας Κιρκίνη υπέστη ζημίας 50 χιλιάδων. Το παρά την Καλογρέζαν κεραμοποιείον Ν. Χατζηλαζάρου κατέρρευσεν ολόκληρον. Αι ζημίαι του υπολογίζονται εις 50 χιλ. δραχμάς».

Τα κτίρια θα ξαναχτίζονταν, οι ζωές όμως… Το βράδυ η Ν. Ιωνία βυθίστηκε στο πένθος…

«Κατά τη στιγμήν της μεγαλυτέρας εντάσεως της βροχής, οπότε ο ξηροπόταμος ο διασχίζων την Νέα Ιωνίαν είχε πλημμυρίσει και κατήρχετο ορμητικώτατος δυο μικροί μαθηταί επενερχόμενοι εκ του σχολείου εις την οικία των παρεσύρθησαν… Ο είς των μικρών εξήχθη ημιθανής. Ο έτερος παρασυρθείς απωλέσθη εντελώς, αγνοείται δε που εξεβράσθη το πτώμα του. Η ταυτότης του μικρού πνιγέντος δεν εγνώσθη, το γεγονός δε τούτο εκράτει εις βαθυτάτην συγκίνησιν χτες όλας τας μητέρας του συνοικισμού των οποίων τα παιδιά δεν είχον επιστρέψει ακόμη εις το σπίτι των…»

Η ταυτότητα του παιδιού που πνίγηκε έγινε γνωστή την άλλη μέρα: Παύλος Κλειδάς, 9 ετών, κάτοικος Ρεμούνδου 4. Κηρύχθηκε νεκρός. Το πτώμα του δεν ανευρέθη…

*Δημοσιεύματα από τις εφημερίδες «Εμπρός», «Έθνος», «Πολιτεία».

 

 

Αφήστε μια απάντηση