Στην Καλογρέζα: «Εδώ, κάποτε…»

Μια μέρα θα πάρω τα παιδιά μου και θα πάμε στην Καλογρέζα να τους δείξω τα μέρη που μεγάλωσα, αλήτεψα και μαθήτεψα. Οι γειτονιές, όπως τις έζησα, δεν υπάρχουν πια. Έχει περάσει από πάνω τους ο χρόνος και ο… δρόμος. Σκεπάστηκαν τα ίχνη τους και θα δυσκολευτώ πολύ για να τα ανακαλύψω. Έχω από καιρό όμως προετοιμάσει τα λόγια μου, και ξέρω τι θα πω…*

Εδώ κάποτε… ήταν η σπηλιά του δράκου. Η τρύπα της έχασκε στο λόφο, πάνω από το ρέμα και ήταν ορατή από το σπίτι μας, έτσι ώστε όταν ήμουνα 3-4 χρονών, να μου τη δείχνει η μάνα μου, κάθε φορά που δυσκολευόταν να με ταΐσει, φοβερίζοντάς με πως, αν δεν φάω όλο το φαγητό μου, θα ερχόταν ο δράκος να με πάρει…

Το κόλπο έπιανε πάντα, γι αυτό και το επαναλάμβανε μεσημέρι-βράδυ. Το είχε εκμυστηρευτεί μάλιστα και στις γειτόνισσες για να το δοκιμάσουν και στα δικά τους παιδιά. Όλα αυτά μέχρι τη μέρα, που αρκετά μεγάλοι πια, αποφασίσαμε με το φίλο μου το Θοδωρή να εξερευνήσουμε τη σπηλιά και τότε, με ανάμικτα συναισθήματα, διαπιστώσαμε ότι τόσα χρόνια τζάμπα σκιαζόμασταν…

Εδώ, κάποτε… κυλούσε το ρέμα. Πούθε ερχόταν, δεν ξέραμε. Για εμάς πάντως άρχιζε στη γέφυρα του Κουρτουλούς γιατί μέχρι εκεί έφτανε το πεδίο δράσης μας. Παραπέρα δεν τολμούσαμε να πάμε. Φοβόμασταν το άγνωστο, μα πιο πολύ το χέρι της μάνας μας, που έπεφτε βαρύ σε κάθε ανυπακοή, μα που όλο το ξεχνούσαμε- διότι τί ήταν μερικές ξυλιές μπροστά στην απόλαυση του παιχνιδιού.

Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το εξής: Τους μήνες που το νερό έτρεχε δίχως βιάση, σκαλίζαμε βαρκούλες σε ξύλο κι αφού τις βαφτίζαμε, τις καθελκύαμε με προσοχή κάτω από τη γέφυρα του Κουρτουλούς. Από εκεί ξεκινούσαν το ταξίδι τους προς τα κάτω και τότε εμείς τρέχαμε στην επόμενη γέφυρα, του Μαντζαβίνου για να δούμε ποιανού θα φτάσει πρώτη.

Εδώ κάποτε… βρισκόταν η αλάνα, όπου τις απόκριες πετούσαμε χαρταετό. Στα χρόνια μου κάθε σπίτι, που είχε παιδιά, έφτιαχνε το δικό του αετό. Ο παππούς έφερνε τις τσίτες, μετά μ’ έπαιρνε στου Σαββίδη να διαλέξουμε το χρώμα του χαρτιού, συνήθως μπλε, κόκκινο, κίτρινο. Η κατασκευή ήταν μυσταγωγία. Εκείνος δούλευε κι εγώ τον παρακολουθούσα, πιο προσεκτικά από ότι έκανα με τη δασκάλα στην τάξη.

Όσο μεγάλος όμως κι αν ήταν ο δικός μας, όλοι ξέραμε και ας μην τον είχαμε δει ακόμη, ότι και φέτος δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον χαρταετό του Σπιτζίκη, διότι αυτουνού το σώμα ξεπερνούσε τα δυο μέτρα και η ουρά του τα δέκα μέτρα. Ήταν τέτοιων διαστάσεων, που χρειάζονταν δυο άτομα για να του «κάνουν κεφάλι» κι ένας άνεμος πάνω από 5 μποφόρ για να μπορέσει να πετάξει. Έτσι και σηκωνόταν όμως, άρχιζε να λικνίζεται μεγαλόπρεπα στον ουρανό ενώ τα μακριά του σκουλαρίκια ταλαντεύονταν στα πλευρά του και σε εμάς που αμολούσαμε εκεί γύρω δεν απόμενε τίποτα άλλο από το να καθόμαστε και να τον χαζεύουμε με την καλούμπα στο χέρι.

Εδώ κάποτε… ήταν οι καλαμιές. Εκεί μέσα κρύβονταν οι πιο τολμηροί όταν παίζαμε κρυφτό και από εκεί εφοδιαζόμασταν τα απαραίτητα για το αγώνισμα του ακοντισμού. Καθένας μας διάλεγε το καλάμι, που θα έκανε ακόντιο και μετά πήγαινε κάπου, κρυφά από τους άλλους για να το δοκιμάσει. Πώς πετούσε; Πήγαινε μακριά; Τι τροχιά ακολουθούσε; Έπεφτε με τη μύτη ή σερνόταν με την κοιλιά; Σε όλες αυτές τις απορίες ήταν ανάγκη να έχουμε απάντηση πριν από το απόγευμα που θα ξεκινούσε ο αγώνας. Αλλιώς κινδυνεύαμε με κανένα κάζο.

Όταν έφτανε η κανονισμένη ώρα στη χορταριασμένη αλάνα δίπλα από το ρέμα, μαζευόταν η πιτσιρικαρία απ’ όλη τη γειτονιά. Οι μισοί ήταν αθλητές, οι υπόλοιποι κριτές και θεατές. Ο αγώνας ξεκινούσε με κλήρωση. Η επιτροπή ανακοίνωνε: «Πρώτος θα ρίξει ο Λούσης». Λούσης ήμουν… εγώ. Αυτό το παρανόμι μού είχαν δώσει οι κολλητοί, επειδή μου άρεσε να υποδύομαι τον ολυμπιονίκη του ακοντισμού στο Μεξικό, που τότε νόμιζα ότι ήταν Έλληνας και ήμουνα πολύ περήφανος για αυτό. Ώσπου, μετά από χρόνια, έμαθα ότι ήταν Λετονός και αγωνιζόταν για τη Σοβιετική Ένωση.

Εδώ κάποτε… βρισκόταν το περιβολάκι όπου είχε στηθεί το μνημείο για τους εκτελεσμένους του μπλόκου. Ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και είχε μια μικρή σιδερένια πόρτα. Όταν περνούσες το κατώφλι της, νόμιζες ότι έμπαινες στον παράδεισο. Υπήρχαν παντού δένδρα και φυτά και σε μια άκρη η μαρμάρινη στήλη του μνημείου, η οποία κάθε Μάρτη στολιζόταν από στεφάνια και λουλούδια, που έμεναν σωρός εκεί για μέρες, ώσπου να μαραθούν και να τα πετάξουν.

Θαρρώ πιο σκιερό μέρος δεν υπήρχε στην περιοχή αλλά ούτε και πιο κατάλληλο για ποδόσφαιρο γιατί διέθετε κάτι που δεν μπορούσαμε να βρούμε πουθενά αλλού: Γκαζόν… Κάναμε σαν τρελοί να κλωτσάμε εκεί το τόπι, μα πιο πολύ να κυλιόμαστε στο γρασίδι, τόσο που μαλώναμε για το ποιος θα έπαιζε τερματοφύλακας, μια θέση που σε άλλες περιπτώσεις την σνομπάραμε όλοι, επειδή υστερούσε σε… τρέξιμο.

Αυτό το γήπεδο ήταν η έδρα της ομάδας μας. Του είχαμε δώσει και όνομα: «Μαρακανά». Μόνο που η θύρα του ήταν κλειστή για μας, διότι όπως προειδοποιούσε και η πινακίδα στο σύρμα, απαγορευόταν αυστηρώς το ποδόσφαιρο εντός. Δεν μας άφηναν, λοιπόν να πλησιάσουμε και μας έδιωχναν, όταν μας παίρνανε χαμπάρι. Αλλά εμείς δεν απογοητευόμασταν. Παραμονεύαμε και μόλις τα απαγορευτικά μέτρα χαλάρωναν λίγο, δρασκελούσαμε λαθραία το φράχτη και μπαίναμε στο δικό μας «Μαρακανά».

Εδώ κάποτε… ήταν η εκκλησία μας. Αυτή που έχτισαν οι πρόσφυγες, όταν εγκαταστάθηκαν στην Καλογρέζα. Στα χρόνια μου είχε κιόλας παλιώσει αρκετά, έτριζαν τα πατώματα και τα στασίδια της, τα ασημένια τάματα στην εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής είχαν θαμπώσει και η φωνή του γερό παπά-Στρατή, μετά βίας έφτανε στα αυτιά των πιστών- βλέπεις τότε ακόμη δεν υπήρχαν μικροφωνικές. Το κτίριο, φτιαγμένο από κοκκινόχωμα και ξύλο, έμπαζε από παντού. Οι πιστοί το χειμώνα κρυώνανε και το καλοκαίρι ιδρώνανε.

Εμείς τα παιδιά βαριόμασταν τις ψαλμωδίες και δεν βλέπαμε την ώρα να βγούμε έξω στον περίβολο για να παίξουμε κυνηγητό ή κρυφτό. Η καλύτερη κρυψώνα ήταν στη κόχη, πίσω από το ιερό. Ζαρώναμε πάνω στον τοίχο και με το ένα αυτί αφουγκραζόμασταν τις ψαλμωδίες του παπά και με το άλλο τα βήματα εκείνου που έψαχνε να μας βρει. Στο κατηχητικό μάς είχαν μάθει ότι όλοι οι ναοί είναι στραμμένοι ανατολικά. Τότε, γιατί ο δικός μας έβλεπε κατά το βορρά; Όσους κι αν ρώτησα, πειστική απάντηση δεν πήρα, έτσι κατέληξα να πιστέψω τον παππού μου, που έλεγε γελώντας ότι η εκκλησιά χτίστηκε ένα βράδυ που για κακή τύχη των μαστόρων, το σκοτάδι ήταν πίσσα.

Εδώ κάποτε… ήταν το περίπτερο της κυρά-΄Ελλης. Το δούλευε η ίδια, εκ περιτροπής με τον μπαρμπά-Νίκο, τον άνδρα της γιατί το μαγαζάκι δεν έκλεινε ποτέ, ήταν ανοιχτό από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κι αν τύχαινε κανένα μεσημέρι η πόρτα του να είναι κλειστή επειδή τα αφεντικά του- που ήταν μεγάλης ηλικίας άνθρωποι του – ξάπλωναν στο σπιτάκι που ήταν στο βάθος για να κοιμηθούν, έφτανε μια φωνή για να τους κάνει να σταθούν ξανά στα πόδια, δίχως ποτέ να γκρινιάξουν στον πελάτη για το ακατάλληλο της ώρας.

Η μικρή βιτρίνα του έβλεπε στο δρόμο αλλά η είσοδος του βρισκόταν στο πλάι, απέναντι από το μικρό περιβολάκι. Από της κυρά-Έλλης ψώνιζαν οι μεγάλοι τα μικροπράγματα του νοικοκυριού και εμείς οι μικροί τις μικρές απολαύσεις μας: γλειφιτζούρια, καραμέλες, σοκολάτες. Μια φορά, ανήμερα της γιορτής μου και χαρτζιλικωμένος από βραδύς, έτρεξα πρωί-πρωί να αγοράσω γκοφρέτα, μήπως και βρω μέσα τον Κανάρη, το χαρτάκι που μου έλειπε για να συμπληρώσω επιτέλους το άλμπουμ με τους ήρωες του ΄21. Αλλά όχι μόνο δεν βρήκα τίποτα, τουναντίον με… βρήκε μεγάλο κακό διότι, δίχως να το πολυσκεφτώ, πάτησα μια δαγκωνιά στη σοκολάτα και η μάνα μου, που ετοιμαζόταν να με πάει στην εκκλησία, με καταχέριασε φωνάζοντας «τζάμπα σε νήστευα παλιόπαιδο, πως θα σε κοινωνήσω τώρα;»

Εδώ κάποτε… ήταν το θερινό σινεμά «Αστέρια». Στη μάντρα του σκαρφάλωναν περικοκλάδες ενώ στην ατμόσφαιρα ευωδίαζαν γιασεμιά. Κάτω από τα πόδια έτριζε το λευκό γαρμπίλι και πάνω από το κεφάλι τρεμόπαιζαν τα αστέρια. Μα λίγοι τα πρόσεχαν γιατί τα μάτια των περισσότερων ήταν καρφωμένα στην οθόνη, περιμένοντας με αγωνία πότε θα εμφανιστεί ο μετανάστης Ξανθόπουλος ή η αγρότισσα Ναργκίς, οι οποίοι από τις πρώτες κιόλας σκηνές έκαναν να αναβλύζουν τα πρώτα δάκρυα μέσα στο σκοτάδι…
Τα καλοκαίρια οι γονείς μου ανηφόριζαν συχνά στα Αστέρια για να δουν καμιά ελληνική ή ινδική ταινία και μερικές φορές με έπαιρναν και μένα μαζί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, που με τραβούσαν από το χέρι, λέγοντας πως είχαμε αργήσει, προσπαθώντας να με αποσπάσουν μπροστά από την τηλεόραση του παρακείμενου ψιλικατζίδικου, όπου εκστασιασμένος κοιτούσα μαζί με άλλους περαστικούς, για πρώτη φορά στη ζωή μου αγώνα ποδοσφαίρου, και μάλιστα απευθείας από το Μεξικό, το Μουντιάλ του 1970.

Εδώ κάποτε… ήταν το σχολείο μου. Αυτό ακριβώς που βλέπεις πάνω στο βράχο, πέτρινο κι αυτό, όπως η γη που θεμελιώθηκε. Στην εποχή μου, πριν ακόμη γίνουν οι προσθήκες, ήταν το μοναδικό κτίριο στο τετράγωνο. Το περιέβαλε ψηλός μαντρότοιχος με κάγκελα, τα οποία πάντως ουδόλως εμπόδιζαν κάποιους, κυρίως από την πλευρά της λεωφόρου, όπου η οχύρωση ήταν πιο χαμηλή, να σαλτάρουν έξω.

Στην ασφαλτοστρωμένη του αυλή, φορώντας τη μπλε ποδιά πάνω από το κοντοβράκι, παίζαμε ποδόσφαιρο με κουκουνάρια η κονσερβοκούτια, που φέρναμε από το σπίτι. Κι όταν κάποια στιγμή ο διευθυντής μάς το απαγόρευσε, μεταφέραμε το γήπεδό μας, στη μικρή χωμάτινη αλάνα, που ήταν πίσω από το κτίριο, δίπλα στη μάντρα, όπου μπορούσαμε ανενόχλητοι πια να ανοίγουμε τρύπες στην άμυνα της αντίπαλης ομάδας και στα… παπούτσια μας…

*Το κείμενο αυτό του Κώστα Χαλέμου δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2014 στην περιοδική έκδοση του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ

Αφήστε μια απάντηση