Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η επιστροφή στην Καλογρέζα

Για τον Στέλιο Καζαντζίδη η Καλογρέζα υπήρξε όχι μόνο το σημείο εκκίνησης της μεγάλης καριέρας του στο τραγούδι αλλά και το «ησυχαστήριο» του στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την κόντρα του με τη δισκογραφική εταιρία Minos και τον θάνατο της αγαπημένης του μάνας, Γεσθημανής.

Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ξόδευε τις ώρες του στη συνοικία μας απολαμβάνοντας την παρέα απλών ανθρώπων. Ερχόταν τόσο συχνά που κανείς πια δεν ξαφνιαζόταν όταν τον συναντούσε να «μαστορεύει» στο συνεργείο του Ξενάκη ή να παίζει τάβλι στο μαγαζί του Κότσογλου.

Ένα σκάφος ήταν η αφορμή για να χτιστεί η δυνατή φιλία ανάμεσα στον Στέλιο Καζαντζίδη και τον συντοπίτη μας Παντελή Κότσογλου ο οποίος διατηρεί κατάστημα Βιομηχανικών Εργαλείων επί της Βυζαντίου 137. Ο ίδιος θυμάται:

Του Στέλιου του άρεσαν πολύ τα εργαλεία. Καταπιανόταν με γεννήτριες κλπ. Πήγαινε κι ερχότανε στο μαγαζί του Ηρακλή του Ξενάκη, που έφτιαχνε παρμπρίζ. Το μαγαζί ήταν στη Βυζαντίου, εκεί που τώρα είναι το συνεργείο με τις εξατμίσεις. Το είχε για στέκι. Περνούσα κι εγώ συχνά από κει… Πότε δεθήκαμε;

Το 1988 που είχε αγοράσει το σκάφος από τον δήμαρχο του Αλίμου. Ένα 12μετρο εγγλέζικο, που είχε το όνομά του γραμμένο με μπρούτζινα γράμματα. Είχε πάνω μηχανή Νίμαν. Όμως ήταν ερείπιο γιατί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του το είχε εγκαταλειμμένο. Μια Κυριακή μας έκανε το τραπέζι. Ήμασταν 5-6 ζευγάρια. Είχε φτιάξει η γυναίκα του κρέας κοκκινιστό με χοντρό μακαρόνι. Κει που τρώγαμε, του λέει ένας: «Ρε Στέλιο, είναι για σένα αυτό το σκάφος;» Τι το ‘θελε;

Το βράδυ μου τηλεφωνάει στο σπίτι. «Δεν είμαι καλά, λέει. Έλα να παίξουμε ένα ταβλάκι να ξεχαστώ». Ήξερε όλα τα παιχνίδια στο τάβλι: πλακωτό, πόρτες, πορτεζίν. Ήταν καλός παίκτης και περηφανευόταν για αυτό: «Ξέρεις πόσες γραβάτες έχω κερδίσει από στοιχήματα;» έλεγε.

Τέλος πάντων, παίρνω το αμάξι και πάω στην Πεύκη, όπου έμενε. Ξεκινάμε την παρτίδα… Τον βλέπω όμως ότι δεν παίζει όπως συνήθως. Τον ρωτάω. «Τί έχεις;» Μου λέει: «Άσε, πάω να σκάσω. Δεν άκουσες την κουβέντα που μου είπε».

Εμένα η δουλειά μου ήταν ελαιοχρωματιστής. Είχα ανοίξει το 1973 το μαγαζί με τα εργαλεία αλλά συνέχιζα τη δουλειά. Μου άρεσε καλλιτεχνικά κάτι να κάνω. Του λέω: «Άστο πάνω μου».

Την άλλη μέρα πήραμε εργαλεία από το μαγαζί, τριβεία και άλλα και πάμε στο σκάφος. Το βγάζουμε στα βαρέλια και πιάνουμε δουλειά. Τις κουπαστές που είχαν μαυρίσει, τις έξυσα με γυαλί. Είχα και κανά δυο φίλους μαζί. Ο Τακης ο Κρυωνάς ήταν πατωματζής. Τρελός κι αυτός για τον Στέλιο. Ένα μήνα παλεύαμε να συνεφέρουμε το σκάφος. Στο τέλος έγινε πιο καλό κι από καινούργιο. Αφού όταν ήρθε η Στανίση, της λέει, «βγάλε τα παπούτσια σου…».

Και το πιο ωραίο. Όταν κάποια στιγμή το είδε ο φίλος του, δεν πίστευε ότι ήταν το σκάφος που είχε κακολογήσει. «Άντε ρε, δεν είναι…» έλεγε.

«Έλα να δεις που τραγούδαγες…»

Ο Παντελής Κότσογλου θυμάται τη μέρα που ο Στέλιος Καζαντζίδης επέστρεψε στον «τόπο του εγκλήματος».

Μια μέρα που ήταν στο μαγαζί έρχεται η Ελενίτσα η Σακαλόγλου, του Λουλούκου η αδερφή και λέει: «Βρε, Στέλιο έλα να δεις που τραγούδαγες;» Αυτός δεν σηκωνότανε. Δεν ήθελε να τον δει ο κόσμος; Ποιος ξέρει; Του λέω, «πάμε να δεις». Τον παίρνω και πάμε. Κατέβηκε τα σκαλιά στο ποδηλατάδικο του Λουλούκου, που κάποτε ήταν η ταβέρνα του Βουτσά. Μέσα βλέπει μια παλιά βιτρίνα. Σε αυτή στοιβάζανε τα πιάτα της ταβέρνας. Λέει: «Τι μου θυμίζεις τώρα. Εδώ ήταν τα φαγητά. Ακόμη θυμάμαι την πείνα που είχα…». Τότε τραγουδούσε για ένα πιάτο φαΐ.

Εγώ τότε ήμουνα 3-4 χρονών. Το σπίτι μας ήταν λίγο πιο κάτω από την ταβέρνα. Ο τόπος τότε ήταν γεμάτος αλυγαριές. Στήναμε ξόβεργες και πιάναμε πουλιά: καρδερίνες, σπίνους… Τα καλοκαίρια σκάβαμε μια τρύπα στο ποτάμι, κι όταν γέμιζε νερό, κάναμε βουτιές.

Από τα αδέρφια γνώρισα πρώτα τον Στάθη. Στη γειτονιά του, στην οδό Αλαΐας μένανε αρκετοί φίλοι μου εκεί. Πήγαινα και τους έβρισκα. Έψαχνε κι αυτός για παρέα. Κολλήσαμε. Τον Στέλιο τον είχα δει μια δυο φορές μαζί του. Δεν είχαμε πολλά πολλά. Ήταν φτασμένος τότε. Κυκλοφορούσε με μια πράσινη μερσεντές… Και μια-δυο φορές τον είχα δει στου Χατζή το κουρείο που ήταν στην οδό 28ης Οκτωβρίου, λίγο πριν βγεις στην Ηρακλείου, δίπλα στο σουβλατζίδικο. Απέναντι από το κουρείο ήταν ένας γνωστός μας και πηγαίναμε να μας φτιάξει τρίγωνα για τα κάλαντα.

Η συναγρίδα και το «φλυτζάνι»

Στην κουβέντα μας απάνω ο Παντελής Κότσογλου διηγήθηκε δυο ανέκδοτες ιστορίες από τη ζωή του με τον λαϊκό βάρδο..

Του άρεσαν πολύ τα ψάρια. Έφερνε συχνά και τρώγαμε σπίτι μας. Και μια φορά τι έπαθε; Είχε τρακάρει το αυτοκίνητό του και του είχα δώσει το δικό μου για να κυκλοφορεί. Ήταν ένα Χόντα που είχα αγοράσει από τον Φίλιππο Νικολάου τον τραγουδιστή. Όταν μου το επέστρεψε του λέω: «Ρε Στέλιο κάτι βρωμάει!». Ανοίγουμε το πορτπαγκάζ και τι να δούμε. Μια συναγρίδα! Την είχε ξεχάσει μέσα και είχε βρωμίσει!

Μια άλλη φορά… Ήταν ένας στην Καλογρέζα που διάβαζε το φλυτζάνι. Φίκος ήταν το παρατσούκλι του. Έλεγε πράγματα που βγαίνανε. Έμενε λίγο πιο κάτω από το μαγαζί. Περνούσε κι από μένα. Στην αρχή δεν έδινα βάση σε όσα έλεγε. Αυτός το κατάλαβε και για να με πείσει για τις μαντικές του ικανότητες. λέει, «βάλε έναν αριθμό στο μυαλό σου». Βάζω έναν μεγάλο. Έπαθα πλάκα όταν τον βρήκε!
Μια ζεστή μέρα έπαιζα με τον Στέλιο τάβλι στο πεζοδρόμιο. Περνάει ο Φίκος, μας βλέπει και λέει: «Σήμερα θα πάρεις μια στενοχώρια». Μόλις έφυγε γυρίζει ο Στέλιος και μου λέει: «Πιστεύεις ένα τσαρλατάνο;» Κι όμως λίγες ώρες μετά έγινε κάτι που με έκανε να σκάσω. Όταν του το είπα την άλλη μέρα, τον είδα συλλογισμένο. «Καλά πως ήξερε ότι θα γινόσουν παπόρι;»

*Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι από το προσωπικό αρχείο του Παντελή Κότσογλου

Αφήστε μια απάντηση