Το «θεοβλαβές» κτήμα της Καλογρέζας

Η Καλογρέζα και το Ψυχικό ανήκαν στην ιδιοκτησία της Ρηγούλας (ή Ρεγούλας) Μπενιζέλου (1522-1589), τη µετέπειτα αγία Φιλοθέη. Όταν, επί Όθωνα, τα µοναστήρια διαλύθηκαν και η κτηµατική τους περιουσία περιήλθε στο ελληνικό δηµόσιο, τα κτήματα της Μονής του Αγίου Ανδρέα, που είχε ιδρύσει η αγία Φιλοθέη, µεταβιβάστηκαν στο κράτος.

Ως Λεία Πολέμου το Ελληνικό Βασίλειο (1830), όπως ονομαζόταν τότε το νέο κράτος, είχε αποκτήσει επίσης, τα τσιφλίκια που άφησαν φεύγοντας οι Οθωμανοί. Τα τσιφλίκια αυτά σταδιακά πέρασαν στα χέρια Ελλήνων, φιλελλήνων και ξένων κεφαλαιούχων (Φενερλήδες, Καντακουζηνός, Καρατζάς, Βότσαρης, Ραγκαβήδες κλπ).

Τα κτήματα της Μονής Αγίου Ανδρέα (στην Καλογρέζα και στο Ψυχικό) (δεν επρόκειτο για ενιαία έκταση), ήταν 3.602 συνολικά στρέμματα και πουλήθηκαν το 1839 σε έναν πλούσιο ομογενή έμπορο από τη Βιέννη, τον Δημήτριο Ποστολάκα. Στην πραγματικότητα δεν έγινε πώληση αλλά ανταλλαγή. Για αντάλλαγμα ο Ποστολάκας έδωσε στο Ελληνικό Κράτος τη συλλογή βιβλίων του με σκοπό να εμπλουτιστεί η Εθνική Βιβλιοθήκη.

Έναντι 51.909, 56 δραχμών

Το κτήμα που αγόρασε ο Ποστολάκας περιείχε 2.756 ελαιόδενδρα, 3.132 άλλα δένδρα και η αξία του ορίστηκε στις 51.909, 56 δρχ… Το πωλητήριο αναγράφει: «Αριθ. 381 Βασίλειον της Ελλάδος. Η επί των Εκκλησιαστικών κλπ Γραμματεία της Επικρατείας: Δυνάμει του από 26 Μαρτίου/7Απριλίου 1841 υπ’ αρ. 694 Β. Διατάγματος παραχωρούνται εις τον Κύριον Δημήτριον Ποστολάκαν επί εκτιμήσει κατά τους ορισμούς του αυτού Διατάγματος, κτήματα, τα συνοπτικώς μεν εν τω παρόντι αναφερόμενα, προσηκόντως δε εν τω παραρτηματίω Διαγράμματι υπό Στοιχ. Α, Β, Γ, Δ, Ε & Z διαγραφόμενα, κείμενα εις διαφόρους θέσεις και ανήκοντα άχρι τούδε εις την κατά την Αττικήν διαλελυμένην Μονήν της Οσίας Φιλοθέης του Αγίου Ανδρέου…»

Ποιος, όμως, ήταν ο αγοραστής; Ο Δημήτριος Ποστολάκας (η Χατζηγεωργίου) γεννήθηκε στο Μέτσοβο (κατά μια πηγή) το 1777. Ήταν εγγονός του Δασκάλου του Γένους, Νικολάου Τζερτζούλη. Ο Τζερτζούλης (ή Ζερζούλης, ή Τζαρτζούλης ή Τζερτζέλης, Μέτσοβο 1706 – Ιάσιο 1773) ήταν σπουδαίος νεωτερικός φιλόσοφος. Μαθήτευσε αρχικά στο Μέτσοβο, αργότερα στα Ιωάννινα (κοντά στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο) και ύστερα στην Τρίκκη (1736-48) και στα Ιωάννινα (Σχολή Γκιούνμα 1748-50). Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική στην Ιταλία (1751-55). Δίδαξε στο Μέτσοβο και στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1759 κλήθηκε να διαδεχτεί τον Ευγένιο Βούλγαρη στη σχολαρχία της Αθωνιάδος Ακαδημίας, στα 1761-66 σχολάρχησε στο Μέτσοβο, στον Τύρναβο και στην Τρίκκη και κατέληξε στο Ιάσιο, όπου δίδαξε στην εκεί Ακαδημία και έδρασε συγγραφικά ως το θάνατό του.

Ο Δημήτριος Ποστολάκας

Ο Ποστολάκας δραστηριοποιήθηκε στην ελληνική κοινότητα της Βιέννης στις αρχές του 19ου αιώνα. Εκλέχτηκε μάλιστα συχνά “επιστάτης” της Κοινότητας (στα 1812, 1829, 1832 κ.λπ.)» (Λ.Ι. Βρανούσης). Το 1814, με τους βλαχικής καταγωγής Ζηνόβιο Πωπ, Γεώργιο Σταύρου και Ζώη Χαράμη, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση από τον Ιωάννη Καποδίστρια της «Φιλομούσου Εταιρείας Βιέννης».

Λίγο αργότερα, αυτός και ο αδερφός του, Νικόλαος, εντάχθηκαν στο δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας. Ο πρίγκιπας Νικόλαος Υψηλάντης, σε επιστολή του, τον προσφωνεί «αδελφό και φίλο» και τον ευχαριστεί για τη μέριμνα σχετικά με τον φυλακισμένο αδερφό του (Αλέξανδρο) αλλά και για τη συνδρομή του στη συγκέντρωση της βοήθειας για τους επαναστάτες κι αναξιοπαθούντες από τα δεινά του πολέμου.

Παράλληλα με την εμπορική, ο Δημήτριος Ποστολάκας είχε αναπτύξει αξιοσημείωτη βιβλιοφιλική δραστηριότητα, συγκροτώντας μία από τις πλουσιότερες προεπαναστατικές ελληνικές ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Μάλιστα, ο υιός του Αχιλλεύς Ποστολάκας, αρχαιολόγος και νομισματολόγος, θα διατελέσει διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου από το 1856 ως το 1887.

«Μέγα σκάνδαλον»

Η «αγορά» ωστόσο του κτήματος της Καλογρέζας από τον Ποστολάκα προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και οξύτατες αντιπαραθέσεις στον Τύπο της εποχής. Οι εφημερίδες «Αιών» και «Αθήνα» αντάλλαξαν πλήθος αιχμηρών άρθρων, υπέρ και κατά της πώλησης.

Έγραφε η «Αθήνα»

Απαντώντας ο «Αιών» δημοσίευσε ένα ιστορικό της υπόθεσης, αναφέροντας ότι ο Ποστολάκας ξεκίνησε το 1816 να συλλέγει «εκλεκτήν Ελληνικήν Βιβλιοθήκην». Σε διάστημα 23 χρόνων με χρήματα πολλά και αμέτρητους κόπους δια των εκτεταμένων σχέσεων του εις όλην την Ευρώπην εδυνήθη να κάμη συλλογήν των πρώτων και αρίστων εκδόσεων τοιουτοτρόπως ως ουδεμία δημόσιος Βιβλιοθήκη εις την Ευρώπην δύναται να παραβληθή με αυτήν εις το είδος της».

Τη συλλογή αυτή πρόσφερε προς πώληση στο ελληνικό κράτος το 1833. Η κυβέρνηση, αφού έλαβε λεπτομερή κατάλογο, ξεκίνησε το 1835 διαπραγματεύσεις αφού «πρώτον δις την εξετίμησε μόνη της από ειδήμονας». Ύστερα από τρία χρόνια διαπραγματεύσεων ήρθε σε συμφωνία με τον Ποστολάκα για την αγορά της βιβλιοθήκης η οποία μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου, αφού εκτιμήθηκε για τρίτη φορά, δόθηκε σε δημόσια χρήση.

Το αντάλλαγμα

Η κυβέρνηση επικύρωσε τη συμφωνία και ο Ποστολάκας αντί χρημάτων ζήτησε να λάβει «γαίας καλλιεργήσιμους της εκλογής του είτε εθνικάς είτε Μοναστηριακάς κατ’ εκτίμησιν γενομένην από ειδήμονας διορισθησομένους εκ των δύο μερών». Ανάμεσα στις διαθέσιμες γαίες που του πρότεινε η Γραμματεία Εκκλησιαστικών ήταν και τα κτήματα του Μοναστηρίου του αγίου Ανδρέα και Οσίας Φιλοθέης.

Ο Ποστολάκας ζήτησε να γίνει εκτίμηση των γαιών και τον Ιούλιο του 1839 υπεγράφη η συμφωνία που και τα δυο μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να τηρήσουν. Μάλιστα η προσφορά του Ποστολάκα «υπερέβη την διπλασίαν ποσότητα εκείνης του έτους 1836, ήτις εγένετο δια τον Γ. Κατακουζηνό, ότις παρητήθη έπειτα δια τους γνωστούς οικιακούς του λόγους».

Εδώ ανοίγουμε μια παρένθεση για να δούμε ποιος ήταν ο Γεώργιος (Egor) Καντακουζηνός (1786 – 1857). Ο Κατακουζηνός (ή Καντακουζηνός) ήταν Ρώσος πρίγκηπας με ελληνική παιδεία, γόνος της φαναριώτικης οικογένειας των Καντακουζηνών, συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού, κτηματίας και βασικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Το 1833 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και προχώρησε σε αγορές αρκετών ακινήτων και μεγάλων εκτάσεων. Στην περιοχή του Μεταξουργείου ανήγειρε το μέγαρο Καντακουζηνού, του οποίου όμως η κατασκευή δεν ολοκληρώθηκε. Υπήρξε ο πρώτος ιδιοκτήτης του κτήματος Μπενάκη (30.000 στρέμματα) στο Κάτω Σούλι (το κτήμα αγόρασε από τον Ομέρ Πασά και το 1836 το έδωσε ως προίκα στη θυγατέρα του Ελπίδα, για το γάμο της με τον Σκαρλάτο Σούτσο. Την ίδια χρονιά αναχώρησε, για άγνωστους λόγους, για τη Μολδαβία.

Επιστρέφουμε στον Δημήτριο Ποστολάκα… Τα δημοσιεύματα του Τύπου ανάγκασαν την κυβέρνηση να διατάξει νέα τεχνική καταμέτρηση του κτήματος Καλογρέζας που διήρκεσε 4 μήνες. Αν και καταμετρήθηκαν «βράχοι και άχρηστα ρεύματα, απέδειξεν ολιγώτερα στρέμματα της προηγουμένης, η δε εκτίμησις ολίγην τινά ποσότητα περισσοτέραν της προηγουμένης…»

Σύμφωνα με την εφημερίδα, «το ποσό των κτημάτων μόλις υπερβαίνει το μισό του πράγματος του Ποστολάκα καθώς η Γραμματεία δεν του επέτρεψε να διαλέξει κι άλλες γαίες…»

«Θεοβλάβεια»

Τελικά με Βασιλικό Διάταγμα στις 26 Μαρτίου, του παραχωρήθηκαν τα κτήματα. Για το τυπικόν, η Γραμματεία έστειλε το παραχωρητήριο και τα Διατάγματα στο Ελεγκτικό Συνέδριο «δια να θεωρήση αν το παραχωρητήριον είναι κατά πάντα σύμφωνον με τα Διατάγματα, να ελέγξη τον λογαριασμόν της εκτίμησης των γαιών δια ενδεχόμενα λάθη κλπ)

Με νέο Β. Διάταγμα στις 27 Ιουνίου διατάχθηκε «η άνευ αναβολής παράδοσις των κτημάτων εις τον Κ. Ποστολάκαν». Τότε όμως αναλαμβάνει Γραμματέας στην Γραμματεία Εκκλησιαστικών ο Σπυρίδων Βαλέτας ο οποίος επικαλούμενος «θεοβλάβεια», αρνήθηκε να απαλλοτριώσει τα χωράφια του διαλυθέντος Μοναστηρίου…

Ωστόσο η θητεία του ως υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης και Εκκλησιαστικών στην Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου υπήρξε σύντομη (από τις 24 Ιουνίου έως τις 11 Αυγούστου 1841). Μόλις έφυγε από τη μέση, η πώληση του κτήματος στον Ποστολάκα προχώρησε και το 1842 οριστικοποιήθηκε, εννιά χρόνια «αφ’ ης ώρας επρόσφερεν ο Κ. Ποστολακας την Βιβλιοθήκην και έως τούδε οι τόκοι μόνον υπερβαίνουν ήδη το Κεφάλαιον».


Όμως το κτήμα δεν ήταν γραφτό να μείνει πολύ καιρό στα χέρια του Ποστολάκα, καθώς το 1846 αναγκάστηκε λόγω χρεών να το πουλήσει… Τη συνέχεια της ιστορίας θα τη δούμε σε ένα προσεχές άρθρο…

Αφήστε μια απάντηση