Το ρωμαϊκό υδραγωγείο

Το Αδριάνειο υδραγωγείο ήταν ένα μεγάλο, τεχνικά πολύ σημαντικό έργο που εξυπηρέτησε την ίδρυση της
πόλης της Αθήνας για πολλούς αιώνες. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχε εγκαταλειφθεί, οι ανάγκες όμως
υδροδότησης της ραγδαίως αναπτυσσόμενης νεότερης πόλης οδήγησαν στην επαναλειτουργία του.

Οι δυο υδατογέφυρες γεφύρωναν την κοίτη του ρέματος, που σήμερα αποκαλείται «Ποδονίφτης». Οι
υδατογέφυρες αυτές αποτελούνται από πεσσούς που υποστήριζαν μια ή δυο σειρές τόξων, ανάλογα με τη
θέση τους στην κοίτη του ρέματος, οι οποίες υποβάσταζαν υδαταγωγό που γεφύρωνε την κοίτη.

Είναι κτισμένες κατά το ρωμαϊκό σύστημα opus mixtum και έχει θεωρηθεί ότι ανήκουν στο ονομαζόμενο
Αδριάνειο υδραγωγείο το οποίο ήταν υπόγειο και διοχέτευε νερό στην πόλη των Αθηνών.

Ωστόσο, οι υδατογέφυρες αυτές θα πρέπει να αποσυνδεθούν από το Αδριάνειο υδραγωγείο διότι ήδη από
τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται από τον Κορδέλλα ότι η υδατογέφυρα της Λ. Καποδιστρίου ανήσει σε
διαφορετικό από το Αδριάνειο υδραγωγείο, που διοχέτευε νερό από την περιοχή του Κεφαλαρίου στην
Κηφισιά μέσω του Αμαρουσίου και της Αγίας Φιλοθέης, περνώντας κοντά από την Ομορφοκκλησιά πρός
την περιοχή των Πατησίων.

Η ίδια πορεία υδραγωγείου αναφέρεται και από τον Ziller. Η υδατογέφυρα της Ν. Ιωνίας ανήκε σε
υδραγωγείο που διοχέτευε το νερό από την περιοχή του Ηρακλείου, επίσης προς την περιοχή των
Πατησίων. Σύμφωνα με τον Ziller το υδραγωγείο αυτό συνδεόταν στην περιοχή της Ομορφοκκλησιάς με το
υδραγωγείο της Κηφισιάς, ενώ κατά τον Κορδέλλα τα δυο υδραγωγεία δεν ενώνονταν.

Επίσης, σύμφωνα με μια διατριβή (της Leigh) για το Αδριάνειο υδραγωγείο, οι δυο υδατογέφυρας ανήκαν
σε υδραγωγεία που υδροδοτούσαν τα χαμηλότερα σε υψόμετρο τμήματα της πόλης, όπως προκύπτει από
τη συγκριτική μελετη των υψομετρικών σταθμών της δεξαμενής του Κολωνακίου και των δυο
υδατογεφυρών.

Οι χάρτες του Kaupert και οι σύντομες αναφορές στις δυο υδατογέφυρες στον Ziller και στον Κορδέλλα είναι
οι μόνες πρωτογενείς πηγές στις οποίες γίνεται μια εκτενέστερη αναφορά στα μνημεία αυτά. Σε σύντομες
αναφορές σε άρθρα, οι δυο αυτές υδατογέφυρες θεωρείται ότι ανήκουν στο πρόγραμμα υδροδότησης της
πόλης των Αθηνών από τον αυτοκράτορα Αδριανό και κατασκευάστηκαν παράλληλα με το Αδριάνειο
υδραγωγείο, δηλαδή τον 2ο αιώνα μ.Χ.

Στη διατριβή της Leigh για το Αδριάνειο αναφέρεται ότι οι δυο αυτές υδατογέφυρες δεν κατασκευάστηκαν την εποχή του Αδριανού αλλά χρονολογούνται μάλλον τον 5ο αιώνα μ.Χ, διότι η κατασκευή τους παρουσιάζει ομοιότητες με την κατασκευή του παλατιού των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά. Η Leigh θεωρεί ότι οι υδατογέφυρες είναι ένα ακριβό εγχείρημα και θα πρέπει να θεωρηθούν ως τμήμα ενός συστήματος υδροδότησης των Αθηνών.

Για την απάντηση του ερωτήματος της χρονολόγησης των υδατογεφυρών θα πρέπει να μελετηθούν
συγκριτικά τα δομικά υλικά και οι τοιχοδομίες ρωμαϊκών δημοσίων έργων της πόλης των Αθηνών από τα
αυτοκρατορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα (4ος-5ος αιώνας Μ.Χ).

Στη Νέα Ιωνία διατηρούνται σήμερα 11 συνεχόμενοι πεσσοί. Για την υδατογέφυρα της Λ. Καποδιστρίου, ο
Κορδέλλας αναφέρει το 1879 ότι σώζονταν 14 πεσσοί ενώ στους χάρτες του Kaupert το 1884 σημειώνονται 12. Σήμερα διατηρούνται ορατοί στη θέση αυτή 10 πεσσοί, ενώ σε παλαιότερες φωτογραφίες διακρίνονται ένας ακόμη στην περιοχή της οδού Δωδεκανήσου ο οποίος πιθανόν καθαιρέθηκε για τη διάνοιξη της οδού, κι ένας ακόμη ανατολικότερα που σήμερα πιθανόν διατηρείται εν καταχώσει, διακρίνονται όμως τα ίχνη του σε φωτογραφίες του 1970.

Σήμερα στην υδατογέφυρα της Λ. Καποδιστρίου σώζονται τέσσερις πεσσοί δυτικά της λεωφόρου επί
φυσικού πρανούς, δυο ανατολικά της λεωφόρου σε νησίδα και τέσσερις εντός περιφραγμένων οικοπέδων.
Οι διαστάσεις των πεσσών καθώς και οι μεταξύ τους αποστάσεις διαφέρουν. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη βάση ο πεσσός Π5 έχει διαστάσεις 3.60 Χ 2.38 μ. και ο πεσσός Π6 4.10 Χ 2.58 μ. Το κενό μεταξύ τους, στο ύψος
της δεύτερης τοξοστοιχίας, είναι 4.40 μ. ενώ των πεσσών Π7 και Π8 είναι 3.40. Το συνολικό ύψος κάθε
πεσσού επίσης διαφέρει, εφόσον αυτό εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους. Ενδεικτικά αναφέρεται
ότι στους υψηλότερα σήμερα σωζόμενους πεσσούς είναι περίπου 9.80 μ.

Τα θεμέλια των πεσσών δεν είναι ορατά στην υδατογέφυρα Λ. Καποδιστρίου. Θεωρώ όμως ότι θα πρέπει
να είναι παρόμοια με εκείνα των πεσσών της υδατογέφυρας της Ν. Ιωνίας όπου είναι κατασκευασμένα από
λιθόδωμα. Οι βάσεις των πεσσών είναι κατασκευασμένες εξωτερικά από λιθοπλίνθους από πωρόλιθο και εσωτερικά
από μείγμα αργών λίθων και συνδετικού κονιάματος. Οι βάσεις των πεσσών που βρίσκονται δυτικά της Λ.
Καποδιστρίου φαίνεται ότι δεν είναι επενδεδυμένες με πωρόλιθους αλλά αποτελούνται αποκλειστικά από
λιθόδεμα.

Πάνω από τη βάση οι πεσσοί είναι κατασκευασμένοι κατά το ρωμαϊκό σύστημα opus mixtum, δηλαδή
εξωτερικά από ζώνες λιθοδέματος και ζώνες οπτοπλίνθων και εσωτερικά από αργούς λίθους και συνδετικό
κονίαμα. Για την ενίσχυση των τεσσάρων γωνιών των πεσσών καθ όλο το ύψος έχουν χρησιμοποιηθεί
οπτόπλινθοι.

Ο αγωγός του υδραγωγείου βρισκόταν πάνω από την ανώτερη σειρά τόξων της υδατογέφυρας αλλά
κανένας πεσσός στη Λ. Καποδιστρίου δεν σώζεται σε ύψος τέτοιο, που να διακρίνονται υπολείμματά του.
Κατόπιν μελέτης για τη γραφική αναπαράσταση της υδατογέφυρας της Λ. Καποδιστρίου προέκυψε ότι αυτή είχε μήκος τουλάχιστον 138 μ. και αποτελούνταν το λιγότερο από 18 πεσσούς.

Μετά την τουρκοκρατία το υδραγωγείο επαναλειτούργησε. Όμως η υδατογέφυρα της Λ. Καποδιστρίου, πιθανότατα λόγω της τοπικής σημασίας του υδραγωγείου που εξυπηρετούσε και επειδή μεγάλο τμήμα του ήταν κατεστραμμένο τον 19ο αιώνα δεν επαναχρησιμοποίηθηκε.

Πηγή: Ομιλία Όλγας Λεκού, αρχιτέκτονος-αναστηλώτριας στην ημερίδα Αγία Φιλοθέη Αμαρουσίου: Η ιστορία του
τόπου μας και το παρόν (έκδοση Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου, 2016).

Φωτογραφία: Ρωμαϊκό υδραγωγείο, γκραβούρα του 1928.

Αφήστε μια απάντηση