Ο παππούς έλεγε πολλές αλλόκοτες ιστορίες. Με τους πολέμους είχε πάει σε πολλά μακρινά μέρη. Οκτώ ολόκληρα χρόνια έλειπε από το σπίτι του και όπως έλεγε συχνά κάμποσες φορές ξεγέλασε τον χάρο. Ο παππούς πέρασε φορτωμένος τα χιονισμένα βουνά του Καυκάσου και άγιο είχε που γλίτωσε από το ρώσικο βόλι και τον χιονιά. Στην καυτή έρημο των αραβικών κρατών κυνηγήθηκε από τους Εγγλέζους, και από την Βαγδάτη αιχμάλωτος κατέληξε στις φυλακές του Καΐρου.
Όταν ελευθερώθηκε και γύρισε στον τόπο του άρχισε ο ξεριζωμός του ’22 και από τις καραντίνες του Σελίμιε και του Αγίου Γεωργίου ρίζωσε στις παράγκες της προσφυγομάνας Καλογρέζας (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Τοντόρ – Από το κονάκι της Σαφράμπολης του Ευξείνου Πόντου στο παράπηγμα με το νούμερο 236 στην Καλογρέζα» που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Κουκίδα».
Συγγραφέας του ο «δικός» μας, Πέτρος Τριανταφυλλίδης ο οποίος κατέγραψε τη μυθιστορηματική ζωή του παππού του, Τοντόρ Γκιουλόγλου «με μοναδική έγνοια να μείνουν ζωντανές οι μνήμες και οι μαρτυρίες των προσφύγων της πρώτης γενιάς» όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου.
«Εμείς, τα εγγόνια τους, είμαστε οι τελευταίοι στους οποίους (οι παππούδες) περιέγραψαν τα άγρια χρόνια του πολέμου, τον βίαιο ξεριζωμό τους, αλλά και τη γεμάτη πόνο εγκατάστασή τους στην Ελλάδα….Αφού πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια ανέσυρα τις παλιές αφηγήσεις και μαζί με τα ευρήματα χρόνων έκτισα μια μυθιστορία που βασίζεται αποκλειστικά σε πραγματικά γεγονότα» εξηγεί.
Το βιβλίο, ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Βλάσης Αγτζίδης χαρακτηρίζει ως αφηγηματική βιογραφία. Γράφει προλογίζοντας την έκδοση: «Ο Πέτρος Τριανταφυλλίδης επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να προσεγγίσει άγνωστες πλευρές της ιστορίας τόσο της Εγγύς Ανατολής, όσο και της στενά εθνικής αλλά και της τοπικής, της Σαφράμπολης κατ’ αρχάς, και της Νέας Ιωνίας στην μετέπειτα προσφυγιά του. Και επιπλέον, για να τιμήσει με τον τρόπο αυτό τη μνήμη του παππού του.
Ο Τοντόρ, όπως τον αποκαλούσαν οι συντοπίτες του, έζησε έντονα όλες τις στιγμές της ιστορίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έως τη στιγμή της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Βρέθηκε ως στρατιώτης του οθωμανικού στρατού στο ρωσοτουρκικό μέτωπο του Καυκάσου (1914), βίωσε τη συντριβή του οθωμανικού στρατού, είδε τη γενοκτονία των Αρμενίων, μεταφέρθηκε με το τμήμα του στην Καλλίπολη και πήρε μέρος στην αιματηρή σύγκρουση με τους Βρετανούς (1915).
Στη συνέχεια, λόγω της σκλήρυνσης της πολιτικής των Νεότουρκων απέναντι των Ρωμιών, στάλθηκε στα Τάγματα Εργασίας (1916) όπου είδε πολλούς στρατεύσιμους συμπατριώτες και συγγενείς να πεθαίνουν από τις άθλιες συνθήκες. Δραπετεύοντας από τα Τάγματα θα βρεθεί στη Συρία όπου θα συλληφθεί και θα ενταχθεί και πάλι στον οθωμανικό στρατό για να πάρει μέρος στις συγκρούσεις με τους Βρετανούς. Η διαδρομή του πλέον θα είναι Χαλέπι-Βαγδάτη-Σουέζ. Στη Βαγδάτη συνελήφθη και στάλθηκε σε βρετανικό στρατόπεδο στο Σουέζ, όπου και παρέμεινε έγκλειστος για δύο ολόκληρα χρόνια (1916-1918).
Στη συνέχεια και με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα επιστρέψει μέσω Κωνσταντινουπόλεως στην Σαφράμπολη. Σύντομα όμως η ήρεμη ζωή θα πάρει τέλος. Η εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θα δημιουργήσουν το νέο ιστορικό πλαίσιο. Ο ακραίος εθνικισμός θα βαρύνει το κλίμα στην περιοχή. Ο κεμαλικές συμμορίες δρουν ελεύθερα. Οι Σαφραμπολίτες, κάπως προστατευμένοι από τη γεωγραφία στα βάθη της Παφλαγονίας, βλέπουν τα καραβάνια των εξαθλιωμένων Ποντίων που οι νέες αρχές που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ εκτόπιζαν από τα παράλια στα ενδότερα. Στις αρχές του 1922 ήρθε και η δικιά τους σειρά. Όλοι οι άνδρες της Σαφράμπολης συλλαμβάνονται και αποστέλλονται στα Τάγματα Εργασίας, τα φρικτά Αμελέ Ταμπουρού.
Ο Τοντόρ δραπετεύει και κρύβεται στα όρη κοντά στην πόλη του έως το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου. Τότε αποφασίζουν όλοι, την Άνοιξη του 1923, να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Οι καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους της Σαφράμπολης τους επιτρέπουν να φτάσουν χωρίς προβλήματα στη Μαύρη Θάλασσα απ’ όπου θα επιβιβαστούν μαζί με χιλιάδες άλλους Ρωμιούς στο πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί τους περιορίζουν στο Σελημιέ, ένα παλιό στρατόπεδο που χρησιμοποιήθηκε ως λοιμοκαθαρτήριο. Εκεί εγκλωβίστηκαν για μήνες, λόγω της άρνησης της ελληνικής κυβέρνησης να δεχτεί κι άλλους πρόσφυγες. Ο Τοντόρ βλέπει την εξαθλίωση και τους θανάτους των ταλαιπωρημένων προσφύγων.
Κάποια στιγμή θα τους επιτραπεί να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Η πρώτη εικόνα από την «μητέρα-πατρίδα» θα είναι στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου του Πειραιά, όπου θα συναντήσουν την άθλια συμπεριφορών των ντόπιων ομοεθνών: «Αλλά αυτό το πράμα που με κάμνουνε εδώ, πιότερο με πονεί γιατί δαύτοι είναι απ’ το δικό μας μιλέτι και στο μάτι τους βλέπω πως μας έχουν για εχθρό.»
Αυτή η τραυματική εμπειρία θα συνεχιστεί και σε όλα τα επόμενα χρόνια. Από το Λουτράκι όπου αρχικά τους εγκατέστησαν σε σκηνές, έως την οριστική εγκατάσταση στην Καλογρέζα (Νέα Ιωνία) όπου έχτισαν την πρώτη τους παράγκα. Η απογοήτευση από τη «μητέρα-πατρίδα» και τους ανθρώπους της θα είναι τόσο έντονη, ώστε κάποια στιγμή ο Τοντόρ θα αποφασίσει, χωρίς τελικά να το πραγματοποιήσει, να επιστρέψει στην Σαφράμπολη, την πραγματική του πατρίδα.
Με πολλές δυσκολίες κατάφεραν οι πρόσφυγες να στεριώσουν στη γη της Ελλάδας. Αλλά σύντομα ήρθε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και στη συνέχεια η Κατοχή. Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Πείνα, θάνατοι από λιμό, αντίσταση, δωσίλογοι, μπλόκα των Γερμανών και των συνεργατών τους. Οι προσφυγικές περιοχές ήταν αυτές που υπέφεραν κυρίως. Ο Τοντόρ θα ζήσει το μπλόκο της Καλογρέζας και τις δολοφονίες εργατών από τους δωσίλογους και εκεί θα σκεφτεί ότι το χειρότερο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να συνεργαστεί με τον εχθρό: «Την πατρίδα θυμήθηκα τότε που μας μάζευαν όλους και μας πήγαιναν στα τάγματα εργασίας. Πόσες μανάδες και τότε δεν έχασαν άδικα τα βλαστάρια τους. Τώρα όμως, αυτό που μας πονούσε πιότερο ήτανε πως δικοί μας άνθρωποι, Ρωμιοί, τακιμιάσαν με τον εχθρό και κάμαν αυτό το κακό.»
Στη συνέχεια η τραγωδία θα συνεχιστεί. Η απελευθέρωση θα σημαδευτεί από την βρετανική παρέμβαση που θα οδηγήσει στα Δεκεμβριανά. Ο εμφύλιος στη συνέχεια και κάποιοι συγγενείς τελικά να βρίσκονται πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Το 1973 θα κλείσει στην ξενιτιά, ο κύκλος της ζωής του Θεόδωρου Τριανταφυλλίδη, του Τοντόρ Γκιούλογλου όπως τον έλεγαν στην πατρίδα του στη Σαφράμπολη.