Κανένα ταξίδι στις χώρες τις ερήμου (Αίγυπτος, Σουδάν, Τυνησία, Μαρόκο Αλγερία κ.α.) δεν είναι πλήρες αν δε διασχίσεις τουλάχιστον ένα τμήμα της στην πλάτη μιας καμήλας, και δεν κοιμηθείς για κάποιες μέρες στην αγκαλιά των αμμόλοφων.
Έχοντας αυτή την εμπειρία θα νιώσεις τη μεθυστική ενέργεια της ερήμου να σε διαπερνά, μεταδίδοντας σου ένα κύμα εσωτερικής γαλήνης. Στην απεραντοσύνη της έρημου έχεις την αίσθηση ότι έχεις αφήσει πίσω σου ολόκληρο τον κόσμο.
Περπατώντας με τα πόδια γυμνά θα αισθανθείς το σώμα της, θα ακούσεις την σιωπή της και όταν φυσήξει ο Χαρμαντάν θα ακούσεις την κραυγή της. Η παραμονή σου στην έρημο θα σου θυμίσει τις ιστορίες των παλαιών περιηγητών που μιλούσαν για τους αρχαίους θρύλους, τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες των λαών της ερήμου..
Στη Σαχάρα το βράδυ θα το περάσεις παρέα με τις βερβερικές φυλές, μαγειρεύοντας και τραγουδώντας γύρω από μια φωτιά και θα κοιμηθείς στο μαλακό στρώμα της άμμου. Ο ύπνος στην έρημο, κάτω από τον έναστρο ουρανό είναι το απόλυτο θέαμα, είναι το κατάλυμα πολλών αστέρων.
Περνώντας από τις χώρε της ερήμου γνώρισα λαούς που κατοικούν για αιώνες στην καρδιά της Σαχάρας. Πριν 21 χρόνια περιπλανώμενος στο νότιο Μαρόκο είδα μια τεράστια πινακίδα που έγραφε «προς Τιμπουκτού 52 μέρες». Αυτή είναι μια διαδρομή μέσα από την Σαχάρα που κάνουν αιώνες τώρα τα εμπορικά καραβάνια από καμήλες.
Το Τιμπουκτού συμπύκνωνε για πολλούς αιώνες στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, την αίσθηση μιας πόλης που βρίσκεται «στην άκρη του κόσμου».
Μια πόλη απαγορευμένη για τους ξένους οι οποίοι κατ΄ επανάληψη επιχειρούσαν να γνωρίσουν.
Στην προσπάθειά τους αυτή άφηναν τα κόκαλα τους στην έρημο, είτε από τις κακουχίες, είτε από το μαχαίρι των Τουαρέγκ που ζουν στην έρημο πάνω από χίλια χρόνια.
Τον 19ο αιώνα, με χορηγό τη Γεωγραφική Υπηρεσία του Παρισιού η οποία πρόσφερε 7.000 φράγκα και ένα χρυσό μετάλλιο αξίας 2.000 φράγκων, έφτασε ο πρώτος ευρωπαίος εξερευνητής.
Ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Καγιέ, μεταμφιεσμένος σε Μαυριτανό, κατάφερε να τη βγάλει καθαρή και να επιστρέψει σώος και αβλαβής.
Έτσι γνώρισε η Ευρώπη την πόλη με τα μυθικά πλούτη και την ιστορία αιώνων.
Τα καραβάνια των Αράβων εμπόρων ξεκινούσαν από τις αφρικανικές ακτές της Μεσογείου και μέσα σε 52 μέρες έφταναν στο Τιμπουκτού, μεταφέροντας κυρίως ορυκτό αλάτι που μάζευαν από τις αποξηραμένες λίμνες της Σαχάρας. Από εκεί οι έμποροι αγόραζαν ελεφαντόδοντο χρυσάφι, μα το «πολύτιμο φορτίο» τους ήταν οι σκλάβοι που έφταναν από το νότο μέσω του Νίγηρα.
Γυρνώντας στην Ελλάδα άπλωσα τους χάρτες, άρχισα το διάβασμα και κατέστρωσα το σχέδιο ‘’κατάκτησης’’ του Τιμπουκτού με μόνο χορηγό την μεγάλη μου επιθυμία να δω αυτόν τον τόπο.
Διαβάζοντας για το μωσαϊκό των φυλών που φιλοξενεί η κοιλάδα του Νίγηρα αποφάσισα να προσεγγίσω το Τιμπουκτού από το νότο, μέσω του ποταμού Νίγηρα.
Έτσι το 2003 με «πολύτιμο φορτίο» όχι σκλάβους χρυσάφια και ελεφαντόδοντο, μα τα χάπια για την ελονοσία πήρα το δισάκι μου και την φωτογραφική μου μηχανή και ξεκίνησα για το ταξίδι «στην άκρη του κόσμου».
Η προσγείωση στο ΜΑΛΙ ήταν κάπως ανώΜΑΛΙ. Φθάνοντας στο αεροδρόμιο του Μπαμάκο, μετά από μιάμιση μέρα αλλεπάλληλων πτήσεων (μέσω Αιγύπτου, Αιθιοπίας, Τσαντ, Νίγηρα).πληροφορήθηκα ότι το σακίδιο μου κατέβηκε στο Τσάντ και, εάν ήμουν τυχερός, θα το έστελναν με την επομένη πτήση μετά από τρεις μέρες.
Το γεγονός ότι είχα 30 μέρες στη διάθεση μου χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, μου έδινε την απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Έτσι αφέθηκα στην μαγεία του απρόοπτου, βλέποντας τα πράγματα από τη θετική τους μεριά .
Αγόρασα μια κελεμπία για να έχω να αλλάζω, βρήκα ένα ταπεινό κατάλυμα και περίμενα τις αποσκευές μου στο άχρωμο και σκονισμένο από τους χωμάτινους δρόμους Μπαμάκο.
Μετά από τρεις μέρες, με τη βοήθεια του Ξένιου Δία ήρθε το σακίδιο και ξεκίνησα για τα ‘’ΚΤΕΛ’’ του Μπαμάκο.
Με ένα λεωφορείο δεκαετίας του 70, που αντί οι Γάλλοι να το κάνουν παλιοσίδερα το πούλησαν στην παλιά τους αποικία, αναχώρησα, έχοντας συνεπιβάτες εκτός από τους γλυκύτατους ντόπιους, μπόγους από ρούχα, τσουβάλια ρύζι, κότες, κατσίκες, και άλλα οικόσιτα.
Το λεωφορείο σταματούσε τις ώρες της μουσουλμανικής προσευχής και σχεδόν όλοι κατέβαιναν και γονάτιζαν με ευλάβεια προς τη Μέκκα.
Το μεσημέρια σταματούσαμε για φαγητό στα υπαίθρια κιόσκια του δρόμου που από εκεί μπορούσες να αγοράσεις λίγα φρούτα, βρασμένα αυγά, κοτόπουλο τηγανισμένο και πακεταρισμένο στην εφημερίδα.
Το σπεσιαλιτέ πιάτο του πάγκου, όλο πρωτεΐνη, έμοιαζε με μεταξοσκώληκα και το προτιμούσαν οι περισσότεροι.
Συχνές αλλά σύντομες στάσεις είχαμε, για να επαναφέρει στη ζωή ο οδηγός το λεωφορείο απολίθωμα που ξεψυχούσε.
Κάθε φορά που έβλεπα τον οδηγό- μηχανικό που με μοναδικά εργαλεία, ένα μακρύ κατσαβίδι ένα σφυρί και μια πένσα επισκεύαζε το θηρίο μέσα σε λίγη ώρα, του έβγαζα το καπέλο.
Μετά από τις στάσεις με διανυκτερεύσεις στις όμορφες παραποτάμιες πόλεις Σεγκού, Τζενέ και Μόπτι για τις οποίες θα αναφερθώ σε επομένη ανάρτηση μου, έφτασα στο βιβλικό λιμάνι του Μόπτι το οποίο ήταν το σημείο οπού το ταξίδι θα συνεχίζονταν εν πλω.
Περπατώντας το σούρουπο στις όχθες του Νίγηρα, μια απίστευτη αίσθηση χαράς και ικανοποίησης με κυρίευσε. Ένα όνειρο ετών, (να φτάσω στο μαγικό Τιμπουκτού μέσω του ποταμού Νίγηρα), θα γινόταν πραγματικότητα.
Οι πηγές του ζωοδότη ποταμού είναι δυτικά στην Γουινέα, κοντά στον Ατλαντικό ωκεανό. Αυτός ο παλαβός ποταμός αντί να χυθεί δίπλα στο ωκεανό (240 χλμ. απόσταση) ξεκινά μια αντίθετη πορεία βορειοανατολικά μέσα στην υποσαχάρια ζώνη του Μάλι, δίνοντας ζωή σε εκατομμύρια ψυχές που ζουν στις όχθες του .
Λίγο μετά από το Τιμπουκτού και αφού έχει ‘’πιάσει’’ Σαχάρα και έχει διανύσει περίπου 2.000 χλμ., αρχίζει τον κατήφορο για άλλα 2.000 χλμ περίπου και χύνεται στον ωκεανό, κάνοντας συνολικά 4.180 χιλιόμετρα.
Είχα δύο επιλογές για να φτάσω μέσω του ποταμού στο Τιμπουκτού.
Η πρώτη επιλογή ήταν να επιβιβαστώ σε μια πινάς (πιρόγα) που κάνει το δρομολόγιο Μόπτι- Τιμπουκτού σε τρεις μέρες, στοιβάζοντας μέσα σε αυτήν μπόγους ανθρώπους ζώα και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Φοβερή εμπειρία που ήθελα πολύ να την ζήσω, μα αυτή η επιλογή μου στερούσε τη δυνατότητα να σταματώ και να μένω στα διάφορα χωριά των φυλών του Νίγηρα που είναι σπαρμένα σε όλη την διαδρομή .
Η δεύτερη επιλογή ήταν να ναυλώσεις μια πινάς (πιρόγα) μόνος σου, έχοντας τη δυνατότητα να σταματάς όπου θέλεις, έχοντας απόλυτη ελευθερία κινήσεων.
Αυτή η επιλογή ήταν αυτό που ήθελα αλλά κόστιζε αρκετά δολάρια παραπάνω.
Στην προσπάθειά μου να βρω άλλους δυτικούς ταξιδιώτες προκειμένου να μοιραστώ το κόστος έπεσα πάνω σε μια Αγγλίδα με έναν ξενέρωτο πατριώτη ο οποίος συμφώνησε καταρχάς αλλά ζητούσε από τον μαλινέζο ‘’πλοιοκτήτη’’ εγγυήσεις για το αξιόπλοο του σκάφους-πιρόγα.
Επιπλέον, ζητούσε από τον καραβοκύρη αποδείξεις πληρωμής, συστατικές επιστολές για την εμπειρία του και άλλα παλαβά που αμφισβητούσαν την ακεραιότητα της συμφωνίας και το ήθος του.
Ήταν το πρώτο του ταξίδι εκτός Ευρώπης και δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε ποια ήπειρο βρισκόταν. Το χειρότερο απ΄ όλα ήταν ότι είχε ύφος και συμπεριφορά αποικιοκράτη προς όλους τους ντόπιους.
Μετά από πολλά ανατολίτικα παζάρια κατάφερα να πείσω τον καραβοκύρη για μια καλύτερη τιμή και αποφάσισα να φύγω χωρίς τον …πατριώτη που σίγουρα θα μου κατέστρεφε το ταξίδι.
Εν πλω
Νωρίς το πρωί με το ψιλόβροχο φορτώθηκε η πινάς με τα απαραίτητα εφόδια και με πλήρωμα τους δυο γιους του καπετάνιου αναχώρησα για το όνειρο ετών…
Ο Νίγηρας είναι πηγή ζωής των φυλών Μπόζο, Πελ, Μπαμπάρα, κ.α. που ζουν σε καλύβες δίπλα στον ποταμό, και ασχολούνται κυρίως με το ψάρεμα και με μικρές εποχικές καλλιέργειες
Διασχίζοντας τον γαλήνιο ποταμό, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα καλλίγραμμα σώματα ανδρών και γυναικών που λούζονταν, έπλεναν τα λιγοστά ρούχα τους, πότιζαν τα ζώα τους, ψάρευαν και χαιρετούσαν γεμάτη καλοσύνη. Οι άνθρωποι στις κοιλάδες του Νίγηρα διαφέρουν από τον κλασικό αφρικανικό τύπο. Είναι λιγνοί, ψηλοί, με καταπληκτική ανατομία και πολλές φορές όχι τόσο σκούροι. Αυτό οφείλεται στις φυλές που έφτασαν από τον βορρά και αναμείχθηκαν με τις μαύρες φυλές της περιοχής .
Βγαίνοντας από την πιρόγα πλησίαζα τα χωριά και πάντα με υποδέχονταν με ευγένεια οι γηραιότεροι της φυλής και η πιτσιρικαρία που δεν ξεκολλούσαν από δίπλα μου.
‘’Τουμπάμπου’’ φώναζαν τα μεγαλύτερα μα τα μικρότερα μόλις με έβλεπαν έτρεχαν κλαίγοντας έντρομα προς την καλύβα τους.
Ο τρόμος των μικρών παιδιών είναι κατάλοιπο από την εποχή των σκλαβοπάζαρων που ο ερχομός των λευκών έφερνε την καταστροφή, μου απάντησε σεμνά ο καραβοκύρης.
Οι μανάδες αιώνες τώρα για να συνετίσουν τους μικρούς μπόμπιρες τους, τρομοκρατούν λέγοντας πως θα έρθει ο τουμπάμπου ‘’λευκός’’ να σε πάρει.
Την πρώτη φορά που ένιωσα έτσι ήταν στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη, που η παρουσία ενός λευκού προκαλούσε τρόμο στα μικρά παιδιά των απομονωμένων χωριών. Κατάλοιπο των ιμπεριαλιστικών πολέμων στην περιοχή. Είναι γεγονός πως η κυρίαρχη λευκή φυλή έχει προκαλέσει πολύ πόνο ανά τους αιώνες .
Τα βράδια στις όχθες του ποταμού, άνοιγα τη μικρή σκηνή μου και με το φόβο των ιπποπόταμων που γυρνούσαν πέρα δώθε κοιμόμουν κάτω από τα περίεργα μάτια των γειτονικών φυλών .
Την ημέρα οι μικροί γιοί του καπετάνιου ψάρευαν μικρά ψάρια, τα οποία στην συνέχεια τα έβαζαν επάνω στην ψάθινη τέντα της πιρόγας ώστε να αποξηραθούν. Την ώρα του φαγητού άναβαν φωτιά έριχναν μέσα στο τσουκάλι τα ψάρια και τα ανακάτευαν ή με ρύζι, μακαρόνια, πατάτες βάζοντας μέσα και σάλτσα ντομάτα με μπόλικα μπαχαρικά. Έτσι καλυπτόταν το κομμάτι διατροφής πάνω στην πιρόγα.
Όσο βρισκόμουν εν πλω τον ρόλο της τουαλέτας έπαιζε ένα ψάθινο παραβάν στην πρύμνη της πιρόγας. Βάζοντας στόχο την τρύπα στον πάτο της πρύμνης έδινες τροφή στα ψάρια που ψάρευες στην συνέχεια και έτρωγες αργότερα. Η απόλυτη έννοια της ανακύκλωσης.
Όσο ανεβαίναμε το τοπίο γινόταν στεπικό, με ελάχιστα δέντρα, περισσότερη άμμο και σιγά σιγά έρημο. Σε αυτό το σημείο ο Νίγηρας ήταν το απόλυτο έργο τέχνης της φύσης . Εδώ τα πάντα είναι τρεις γραμμές, τίποτε άλλο. Μια γραμμή νερό, μια γραμμή γη, μια γραμμή ουρανός.
Στο Τιμπουκτού
Φτάνοντας στην χωμάτινη πολιτεία ο χρόνος γύρισε αιώνες πίσω. Η περιοχή λέγεται και «εκεί όπου οι καμήλες συναντούν το κανό» και αυτό γιατί είναι το σημείο όπου ο ποταμός Νίγηρας ανταμώνει με τη νότια πλευρά της Σαχάρας.
Το ξακουστό βασίλειο του Τιμπουκτού ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα και ήκμασε από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα. Το διάστημα αυτό εξελίχθηκε εκτός από μεγάλος εμπορικός σταθμός και μοναδικό πνευματικό κέντρο.
Ήταν η Αλεξάνδρεια του αφρικανικού κόσμου με τα αρχαιότερα πανεπιστήμια στον κόσμο, όπου ο καθένας μπορούσε να σπουδάσει θεολογία, αρχαία ελληνική φιλοσοφία, νομικά, καθώς και όλες τις θετικές επιστήμες. Η πόλη διέθετε επίσης 180 σχολές διδασκαλίας του Κορανίου. Από τους 80.000 κατοίκους του, οι 20.000 ήταν διδάσκαλοι και μαθητές.
Το 1354 ο μαροκινός εξερευνητής Ιμπν Μπατούτα, ο μεγαλύτερος ταξιδευτής του κόσμου, έγραψε για το ταξίδι του στο Τιμπουκτού, αναφερόμενος στον χρυσό και τον πλούτο του, καθώς και ο Ισπανο-μαυριτανός ταξιδευτής Λέων ο Αφρικανός έφτασε στην αυτοκρατορική αυλή το 1494, και περιγράφει το μυθικό βασίλειο*.
Τους επόμενους αιώνες ήρθε η παρακμή του βασιλείου, μετά την εισβολή του Μαρόκου.
Το 1893 πλάκωσαν και οι ‘’πολιτισμένοι ’’αποικιοκράτες Γάλλοι με αποτέλεσμα όλη η περιοχή να γίνει γαλλική αποικία. Η ανεξαρτησία στο Μάλι ήρθε το 1960, έχοντας όμως κρατήσει ιδιαίτερες σχέσεις με τους Γάλλους όπως… στρατιωτικές βάσεις, πολιτικό έλεγχο, δηλαδή νέου τύπου αποικιοκρατία.
Σήμερα η χώρα είναι πάμφτωχη. Το Τιμπουκτού ευτυχώς έχει κρατήσει λίγο από το χρώμα του ένδοξου παρελθόντος του, αλλά το αξιοθαύμαστο είναι ότι φυλάει ως κόρη οφθαλμού τα 700.000 χειρόγραφα βιβλία κάθε είδους, (θρησκευτικά, φιλοσοφικά, νομικά, μαθηματικά, επιστημονικά λογοτεχνικά, ) στις δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες της πόλης.
Είναι η ζωντανή διάψευση του ανιστόρητου και ύποπτου στερεότυπου ότι δήθεν η Μαύρη Ήπειρος δεν διαθέτει γραπτό πολιτισμό.
Από το 1988 η πόλη είναι στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Το Τιμπουκτού που γνώρισα κατοικείτο κυρίως από Τουαρέγκ.
Η ονομασία “Τουαρέγκ” είναι αραβική και σημαίνει “περιπλανώμενος’’.
Μπαίνοντας στην πόλη διαπιστώνεις πως όλα είναι έρημος τα σπίτια ,τα παλιά τζαμιά,τα πάντα είναι φτιαγμένα από υλικά της έρημου, λάσπη από άμμο, άχυρα και ξύλο. Τίποτε άλλο. Περπατώντας στα δρομάκια τα πόδια σου πατάνε στην άμμο, ο αέρας που αναπνέεις, το ψωμί που τρως, το φαγητό, έχει μέσα τους κόκκους της ερήμου.
Τα μάτια σου γεμίζουν άμμο, από τη κοκκινωπή σκόνη που σηκώνει ο Χαρματάν ( ξηρός άνεμος της Δυτικής Αφρικής ) ο οποίος όταν αγριεύει μπορεί να περιορίσει σοβαρά την ορατότητα και να εμποδίσει τον ήλιο για αρκετές ημέρες.
Ακόμη και τα σπίτια έχουν για δάπεδο την άμμο της ερήμου.
Εάν είσαι φωτογράφος, μην κάνεις το λάθος να αλλάξεις φακό ή να αντικαταστήσεις το φιλμ σε ανοιχτό χώρο. Την έβαψες από τους κόκκους άμμου που μπαίνουν στο σώμα της μηχανής
Κάθε Δευτέρα γίνεται το μεγάλο παζάρι όπου εκεί βλέπεις εκτός από Μπαχαρικά, δερμάτινα είδη, τρόφιμα, κιλίμια, μαχαίρια και κυρίως το ‘’χρυσάφι’’ των Τουαρέγκ το αλάτι. Σε ακατέργαστη μορφή μεταφέρεται σε πλάκες από τα αλατωρυχεία που βρίσκονται βόρεια. Ήταν το κυριότερο είδος αγοραπωλησιών για αρκετούς αιώνες για τα καραβάνια εμπόρων που κατέφθαναν και είχε πολύ μεγάλη αξία.
Λίγο ποιο πάνω από το Τιμπουκτού, οκτακόσια χιλιόμετρα βόρεια στην καρδιά της Σαχάρας, βρίσκονται τα αλατωρυχεία. Τ’ αφεντικά είναι αποκλειστικά οι Τουαρέγκ. Αυτοί έχουν όλο το εμπόριο του αλατιού αιώνες τώρα.
Κράτος εν κράτει είναι στην έρημο και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να τους βάλει ‘’χέρι’’. Εάν συναναστραφείς μαζί τους καταλαβαίνεις τι ‘’μαφίες ‘’ είναι. Οι άλλες φυλές της περιοχής μπροστά τους είναι ‘’πρόβατα ΄΄.
Στα πρωτόγονα αλατωρυχείακάτεργα δεν δουλεύουν φυσικά… οι τουαρέγκ μα άνθρωποι της φυλής Μπελά που εδώ και αιώνες είναι στην κυριολεξία σκλάβοι των Τουαρέγκ.
Οι Μπελά γεννιούνται και πεθαίνουν δουλεύοντας στα αλατωρυχεία χωρίς δικαιώματα. Τα ελάχιστα χρήματα που παίρνουν αντιστοιχούν ακριβώς για το φαγητό και το νερό που χρειάζονται για να ζήσουν.
Αφού εξορύξουν τις πλάκες από αλάτι τις φορτώνουν στις καμήλες και πεζοί επί δεκαπέντε μέρες μέσα στην έρημο τις μεταφέρουν στο Τιμπουκτού.
Από εκεί φορτώνονται στις πιρόγες και μέσω του ποταμού φτάνουν στις πόλεις του Νίγηρα Μια διαδικασία που γίνεται ίδια και απαράλλακτη για πολλούς αιώνες
Φυσικά η περιοχή των αλατωρυχείων είναι απαγορευμένη για οποιονδήποτε. Εάν τολμήσεις σε περιμένει το μαχαίρι των Τουαρέγκ, των μπλε ανθρώπων όπως τους λένε επειδή συνηθίζουν να φορούν μπλε μαντήλι γύρω από το κεφάλι τους, το οποίο αφήνει μια μπλε απόχρωση στο δέρμα τους.
Τα παιδιά της ερήμου-Η ιστορία μιας φωτογραφίας
Το απόγευμα παρέα με την φωτογραφική μου μηχανή περπάτησα βορειοανατολικά μέσα σε μια ‘’θάλασσα’’ άμμου, αναζητώντας τον καταυλισμό των νομάδων που μεταφέρουν τις πλάκες από αλάτι.
Περπατώντας ξεπρόβαλαν από τον απέναντι αμμόλοφο μια παρέα με παιδιά της φυλής που πήγαιναν προς την πόλη… Πάγωσαν για λίγο, βλέποντας ένα ξένο στο πουθενά, μα αυτό το ‘’κράτημα’’ τους μου έδωσε τον χρόνο να τραβήξω μερικές ξεχωριστές εικόνες. Οι σιλουέτες των παιδιών κόντρα στον ήλιο που είχε χαθεί μέσα στα πορτοκαλοκίτρινα κύματα άμμου δημιούργησε ένα απόκοσμο φόντο. Χαμσίνι το λένε οι άραβες και Χαρματάν οι Τουαρέγκ.
Μαγεμένος γύρισα το βράδυ στο κατάλυμα μου ετοιμάζοντας τα μπαγκάζια μου για την πρωινή αναχώρηση, έχοντας στην φωτογραφική μηχανή μου την εμβληματική φωτογραφία του ταξιδιού η οποία στην συνέχεια θα φέρει και κάποιες διακρίσεις.
Αισθάνομαι πολύ τυχερός που πρόλαβα να δω το Τιμπουκτού ελεύθερο …
Από τον Ιούλιο του 2012 οι αντάρτες Τουαρέγκ που θεωρούν την περιοχή πατρίδα τους, μαζί με διάφορες ισλαμιστικές οργανώσεις μέλη της Αλ Κάιντα και της Μπόκο Χαράμ μπήκαν στο έδαφος του Μάλι από τη γειτονική Λιβύη και κατέλαβαν την πόλη και όλο το βόρειο Μάλι, κηρύσσοντας την ανεξαρτησία του Αζαγουάντ.
Μετά πλάκωσαν και οι πρώην αποικιοκράτες Γάλλοι για να τους απελευθερώσουν και από τότε η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, ουράνιο, χρυσός, διαμάντια, με κάνουν να πιστεύω πως oι ισχυροί του κόσμου ετοιμάζονται να ξαναμοιράσουν την τράπουλα σε αυτήν την περιοχή.
Δυστυχώς ένας ακόμη λατρεμένος τόπος στην λαίλαπα του πολέμου.
Καλέ μου φίλε Μπάντρου να σε έχει καλά ο Θεός σου.
Το ταξίδι στο Μάλι συνεχίζεται
*Διαβάστε τα βιβλία ‘’Ταξίδια στην Ασία και την Αφρική’’ 1325-1354 του Ιμπν Μπατούτα, Εκδότης: Στοχαστής και το ‘’Λέων ο Αφρικανός’’ του Αμίν Μααλούφ, Εκδότης: Ωκεανίδα)
**Δείτε την Δραματική Γαλλομαυριτάνικη ταινία του 2014 ‘’Timbuktu’’ Βραβευμένη με επτά Σεζάρ και υποψήφια για ξενόγλωσσο Όσκαρ
Πέτρος Τριανταφυλλίδης