Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης στην αναζήτηση του παράδεισου

Κηδεύεται σήμερα από το κοιμητήριο του Ν. Ηρακλείου ο ποιητής Χρίστος Ρουμελιωτάκης που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 21 Ιουλίου 2018, μια μέρα μετά τη συμπλήρωση των 80ων γενεθλίων του. Δεν ήταν γέννημα Ιωνιώτης (γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Ρεθύμνου) αλλά στη Ν. Ιωνία έζησε και αγωνίστηκε όλη του τη ζωή.

Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Έλαβε μέρος στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του και συμμερίστηκε τη μοίρα της Ελληνικής Αριστεράς. Είχε εκλεγεί Δημοτικός Σύμβουλος με τον Γιάννη Δομνάκη σε νεαρή ηλικία. Παύτηκε μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 κι εξορίστηκε στο Παρθένι της Λέρου.

Μετά τη Μεταπολίτευση συνέχισε την πολιτική του δράση. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος Δήμαρχος, πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου, και πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος.

Εμφανίστηκε στα γράμματα με το ποίημα “Πίσω από τα βλέφαρα” στο περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης”, το 1958. Διετέλεσε εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “Σχεδία”. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές: “Κλειστή θάλασσα”, 1979, “Βαρούτην χανόμεθα”, 1988, “Ο ανεπίληπτος βίος, ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας”, 1989, “Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα”, 2002, “Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα”, 2008, καθώς και τις συλλογές δοκιμίων “Ασκήσεις αυτογνωσίας”, 2008, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής, “Αποθήκες υφάλων όπλων”, 2009, “Έφοδος στον ουρανό”, 2012 και “Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η πόλη μας”, 2017. Μεταξύ 1999-2010 διετέλεσε πρόεδρος του ΔΣ του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος.

Αποχαιρετώντας τον αναδημοσιεύουμε τις πρώτες αράδες από το τελευταίο του βιβλίο, «Χτεσινός κόσμος – Ιωνία, η πόλη μας» (Εκδόσεις Gutenberg, Aθήνα 2ο17)

Πρέπει να ήταν 2 Ιουλίου, αμέσως μετά τον Πόλεμο, όταν, ανεβασμένοι σε ένα κάρο με όλη μας την οικοσυσκευή, φτάσαμε σ’ ένα άγνωστο μέρος, που μάθαμε ότι το λένε Νέα Ιωνία, αλλ’ όπως σε λίγες μέρες όλοι διαπιστώσαμε, οι περισσότεροι κάτοικοί του το λέγανε Ποδαράδες. Μπροστά, μαζί με τον αμαξά, ο πατέρας μου και η μάνα μου και πίσω, μαζί με τα πράγματα, ο αδελφός μου κι εγώ. Ξυπόλυτοι βέβαια και οι δυο, όπως ξυπόλυτα ήταν και τα περισσότερα παιδιά της συνοικίας.

 

Αφήστε μια απάντηση