Τα παιδιά σήμερα παίζουν με τρενάκια στο σπίτι. Στην Κατοχή, τα παιδιά της Καλογρέζας, έπαιζαν με πραγματικό τρένο, τον «καρβουνιάρη», όπως τον έλεγαν. Κάθε μέρα ένα-δυο παραμόνευαν πίσω απ’ τους λόφους με τα κάρβουνα και, μόλις ο συρμός έφτανε στο ορυχείο, ειδοποιούσαν την παρέα. Η πείνα-πείνα αλλά και το παιχνίδι-παιχνίδι.
Το τρένο συνδέθηκε με το λιγνιτωρυχείο το 1942. Επειδή δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι δρόμοι, οι Γερμανοί, προκειμένου να μεταφέρουν το κάρβουνο πιο εύκολα, δημιούργησαν πάνω στη γραμμή Αθήνας-Λαυρίου και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου απ’ το σταθμό του Ν. Ηρακλείου, μια μικρή παράκαμψη, όχι μεγαλύτερη από τριακόσια μέτρα, που κατέληγε στο ορυχείο.
Η κανονική γραμμή περνούσε βορειότερα της Καλογρέζας, μετά έστριβε ανατολικά, διέσχιζε τα όρια της Φιλοθέης, ανηφόριζε προς Χαλάνδρι και τραβούσε για τα Μεσόγεια. Τα παιδιά αψηφούσαν τις προειδοποιήσεις των μεγάλων, διέσχιζαν τα χωράφια και έφταναν μέχρι τις γραμμές, για να δουν το τρένο, που τσουλούσε αργά-αργά, ξεφυσώντας καπνό και σφυρίζοντας.
Όταν έγινε η διακλάδωση, το τρένο σταματούσε στο μαντρί του Αριστείδη, απέναντι απ’ τις φιστικιές του Ζέρβα, όπου υπήρχε κλειδί για να γυρίζουν τις γραμμές. Ο μηχανοδηγός περίμενε να τις γυρίσουν και τότε ανέβαζε το συρμό στη ράγα για το λιγνιτωρυχείο.
Η γραμμή ήταν μονή. Έτσι το τρένο ήταν αναγκασμένο να μπαίνει στην παρακαμπτήριο με την όπισθεν. Αντί να τραβά, η μηχανή έσπρωχνε τα βαγόνια-φορτηγά, έτσι ώστε, όταν θα τέλειωνε το φόρτωμα του κάρβουνου, να ήταν έτοιμη για να τα τραβήξει.
Το τρένο έφτανε μεσημέρι και δεν έμενε πολλή ώρα στις εγκαταστάσεις. Περίπου 15-20 λεπτά, ίσα-ίσα για να φορτώσει. Γέμιζε και μετά αναχωρούσε πάλι για την Αθήνα. Το πήγαινε-έλα σταμάτησε το 1957. Δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα πια, αφού τα λιγνιτωρυχεία έκλειναν σιγά-σιγά. Τα βαγόνια, ωστόσο, έμειναν χρόνια παρατημένα στη γραμμή…
Πηγή: Βάρδα βουλιαμέντο (Κώστας Χαλέμος, Ιδιωτική έκδοση, 2014)