Επί μέρες σειόταν ο συνοικισμός. Τρέχανε διάφοροι να δουν τι συνέβαινε. Βλέπανε και κρυφογελούσαν…Το εργοστάσιο, για να δουλέψει, ήθελε νερό. Πολύ νερό. Πού να βρεθεί όμως τόσο νερό; Μόνο αν έσκαβαν πηγάδι.
Ξεκίνησαν λοιπόν γεώτρηση. Τρυπούσαν τη γη και κάθε μέρα πήγαιναν πιο
βαθιά. Τι τα θες όμως; Νερό δεν βρίσκανε. Κορόιδευαν οι ντόπιοι… Μια μέρα ένας δεν άντεξε, είπε στον Αλέξανδρο Σινιόσογλου:
-Πολλοί χτύπησαν για φλέβα αυτού, μα δεν βγάλανε σταγόνα νερό. Τζάμπα παιδεύεστε. Τούτη η γη είναι στέρφα!
Γύρισε τότε αυτός και του απάντησε, με τον αέρα του ανθρώπου που έχει μάθει στη ζωή του να πετυχαίνει τους στόχους του:
-Παρά σου γιουπουλούρ! Που στα τούρκικα θα πει: «Τα λεφτά βγάζουν νερό». Τόσο βέβαιος ήταν…
Και πράγματι. Μετά από δυο μέρες, το τρυπάνι χτύπησε φλέβα και το νερό ξεπήδησε από την κοιλιά της γης. Το είδανε οι ντόπιοι και τρίβανε τα μάτια τους. Πάνω στη χαρά του ο Σινιόσογλου είπε να δώσει νερό σε όλη την Καλογρέζα.
Πρόλαβαν όμως κάποιοι και του βάλανε λόγια, πως έτσι κι έδινε
νερό, οι κάτοικοι θ’ αποκτούσαν εφ’ όρου ζωής δικαιώματα πάνω στο πηγάδι. Τους άκουσε κι έκανε πίσω. Και πάλι όμως, άφησε μια βρύση ελεύθερη, να πηγαίνει όποιος ήθελε να παίρνει νερό.
Ήταν καλό νερό, πόσιμο. Και η πηγή αστείρευτη, έτρεχε συνεχώς. Πήγαιναν οι κοπέλες και γεμίζανε τις στάμνες. Όλη η κάτω πλευρά του συνοικισμού από αυτή τη βρύση υδρευόταν…
Aπόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χαλέμου, «Ο Ταύρος του Μάντσεστερ», που μόλις κυκλοφόρησε