*Στη μνήμη της Μυροβλίας Κοσικίδη-Παντελίδη (1929-2019)
Γεννήθηκα το ‘29… Στα Γρεβενά… Όλο μου το σόι ήταν πρόσφυγες. Ήρθαν από το Ντιγιαρμπακίρ στη Θεσσαλονίκη. Το Ντιγιαρμπακιρ… Πήρε το όνομα από ένα βουνό. Δεν ήταν πέτρα, ούτε μάρμαρο. Ήταν όλο μπακίρι…. Οι ντόπιοι δεν το ξέρανε… Το ανακαλύψανε οι Γερμανοί και το εκμεταλλεύτηκαν… Όταν το λιώνανε, έτρεχε ένα πράμα πράσινο…
Στην Καλογρέζα ήρθαμε γύρω στο 1930. … Το σπίτι μας, Βοσπόρου 41, δίπλα στου Βουτσά, που είχε ταβερνάκι. Έφερνε τη Νίνου, διάφορους τραγουδιστές… Ερχόντουσαν και τραγουδούσαν με το μεγάφωνο. Όταν εμείς είχαμε διαγωνισμούς στο σχολείο, αυτοί κάνανε γλέντια και δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε…
…. …. …. ….
Η μητέρα μου ήταν πολύ θρησκευόμενη. Βοηθούσε όλο τον κόσμο. Τους φυλακισμένους, τους αριστερούς. Δεν τους πίστευε αλλά τους βοηθούσε κι όχι μόνο αυτούς… Κυρά Ρόδω… Ο πατήρ Θεόφιλος την έλεγε η Ταβιθά της Καλογρέζας…
Σε όλους, που περνούσαν το κατώφλι της, έδινε. Στην Κατοχή μια μέρα ήρθε σπίτι μας η Φωτίκα. Αξιοπρεπής, δεν χτυπούσε πόρτα να ζητιανέψει. Πήγαινε σαν φίλη, όπως κάνει επίσκεψη μια γειτόνισσα. Καθόταν και περίμενε να της δώσουμε κάτι να φάει. Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Λέει η μάνα μου, “βρε Μυροβλία, τόση ώρα κάθεται η Φωτίκα εκεί, δεν έχουμε τίποτα να κεράσουμε; Τίποτα; Ε, τότε, βράσε λίγο νερό, κόψε και δυο φυλλαράκια δυόσμο από την αυλή και δώσε της να πιει. Κι έμεινε αυτή η φράση. “Βράσε νερό και δώσε…”
…. …. …. ….
Κλάμα, δίπλα στους Παρασκευά. Δυο παλικάρια όμορφα, μέσα στα σεντόνια τα έφεραν στο σπίτι. Μαύρο δάκρυ όλοι. Ο ένας ήταν αρραβωνιασμένος. Έκλαιγε η αρραβωνιαστικιά του. Έκλαιγε κι έλεγε “δεν πρόλαβα να φορέσω το ταγέρ που μου πήρες εκείνο το πεπονί”. Κι από τότε εκείνο το χρώμα, το πεπονί, μου έχει καρφωθεί στο κεφάλι…
*Αποσπάσματα από τη μαρτυρία της που χρησιμοποιήθηκε στο βιβλίο «Σαν πουλιά τα τουφεκάν – Το Μπλόκο της Καλογρέζας».