Μπουχάρα “το δεύτερο ανατολίτικο θαύμα”

Το ταξίδι αναμνήσεων στο μακρινό Ουζμπεκιστάν συνεχίζεται.

Μετά από δυο μέρες παραμονής μας στην Τασκένδη πρωτεύουσα της χώρας, κατευθυνθήκαμε βορειοανατολικά προς την κοιλάδα της Φεργκάνα. Στη συνέχεια κατηφορίσαμε προς την αγαπημένη Σαμαρκάνδη οπού μετά από τρεις γεμάτες μέρες περιπλάνησης στην μυθική πόλη πήραμε τον δρόμο για την Μπουχάρα .

Ξεκινώντας από τα άγρια χαράματα ακολουθήσαμε την νότια διαδρομή της ερήμου Κιζίλ Κουμ (κόκκινη έρημος) προκειμένου να επισκεφτούμε την γενέτειρα του Ταμερλάνου, τη Σαχριζάμπ, μια πόλη με ιστορία δύο χιλιάδων επτακοσίων χρόνων.

Σαχριζάμπ

Η πρώτη στάση έγινε στα ερείπια του Λευκού Παλατιού ( Aq Saray ). Έτσι λέγεται και το νέο χλιδάτο παλάτι του γείτονα μας Eρντογάν. H ονομασία Λευκό συμβολίζει την ευγενή καταγωγή του Ταμερλάνου και όχι τα χρώματα που είχε τότε το παλάτι.

Η πύλη είναι καλυμμένη με μπλε, πράσινα και χρυσά μωσαϊκά κεραμικά και στο κέντρο έχει μια επιγραφή που λέει: “Αν αμφισβητήσετε τη δύναμή μας, κοιτάξτε τα κτίρια μας!” .

Ο Ισπανός Ρουί Γκονζάλες δε Κλαβίχο που πέρασε από εδώ το 1404 το περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο – ημερολόγιο ‘’ταξίδι στην Αυλή του Ταμερλάνου’’.

Αυτό που βλέπει κανείς σήμερα από τα θρυλικό παλάτι του Τιμούρ είναι η τεράστια πύλη του παλατιού η οποία έφτανε τα 70 μέτρα ύψος. Σήμερα κάτω από τις κατεστραμμένες πύλες του παλατιού έρχονται οι νύφες συνοδευόμενες από μουσικούς με όργανα για να φωτογραφηθούν.

Ένα άλλο οικοδομικό σύμπλεγμα της ίδιας εποχής είναι το ‘‘Σπίτι της Δύναμης”, (Dorus Saodat), αποτελούμενο από τον οικογενειακό τάφο της ισχυρής οικογένειας του Ταμερλάνου, και το μαυσωλείο του δικού τους Άγιου με το όνομα Χάζρατ ιμάμ Μπαγκνταντί, κατά κόσμον Ιμάμ Μοχάμεντ Μπεν Σαΐντ Χουσεΐν Σεϊμπανί, ο οποίος έζησε στο Ιράκ τον 13ο αιώνα.

Αν και ο Τιμούρ είχε την επιθυμία, όταν πεθάνει να ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σαχριζάμπ, δυστυχώς εκεί έθαψε τους δυο γιούυς του οι οποίοι χαθήκανε στο πεδίο της μάχης.

Ο ίδιος θάφτηκε στο μαυσωλείο του Γκούρ Εμίρ, στη Σαμαρκάνδη.

Η Παρασκευή είναι ημέρα της μεγάλης προσευχής για τους μουσουλμάνους και ήμασταν τυχεροί που βρεθήκαμε εδώ.

Δίπλα από το τέμενος του Χαζράτ Ιμάμ (Khazrat Imam) υπάρχει το θολωτό τζαμί του ομώνυμου Άγιου το οποίο είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους πιστούς .

Από το πρωί συνέρρεαν στο ξακουστό τζαμί κυρίως ηλικιωμένοι φορώντας τα τουρμπάνια τους και τα μακριά πανωφόρια τους.

Οι εικόνες από το τζαμί του μεγάλου Ιμάμη σε μεταφέρουν κατευθείαν στον αιώνα που ζούσε. Μπαίνοντας στο προαύλιο του τζαμιού το οποίο ήταν στρωμένο με κιλίμια, οι πιστοί έβγαζαν τα παπούτσια τους και κάθονταν οκλαδόν.  Άλλοι διάβαζαν το κοράνι, άλλοι προσεύχονταν κρατώντας το κομποσκοίνι και άλλοι έπιαναν την κουβέντα με τα φιλαράκια τους.

Το Ισλάμ ως επικρατούσα θρησκεία στις χώρες της κεντρικής Ασίας, όταν ήλθε ο Κόκκινος Στρατός, έπεσε σε κατάσταση ύπνωσης.

Το σύστημα της ΕΣΣΔ θεωρούσε τη θρησκεία αναχρονιστικό και αντιδραστικό θεσμό και υποστήριζε ενεργά την αθεΐα. Όταν ήρθε η περεστρόικα μετά από 70 χρόνια και έφυγαν από το άρμα της Μόσχας, ξαναβρήκαν την θρησκεία τους αλλά χωρίς να γίνουν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι. Θα έλεγα ειδικά για τους νεότερους ότι είναι μουσουλμάνοι λάιτ.

Το μεσημέρι κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της αγοράς και κάτσαμε στους αναπαυτικούς οντάδες ενός υπαίθριου μαγειρείου.

Για ορεκτικό φάγαμε πεντανόστιμα πιττάκια από αρνίσιο κιμά, τα λεγόμενα σάμσα τα οποία ψήθηκαν εκείνη την ώρα στα τοιχώματα του ξυλόφουρνου. Το κυρίως πιάτο ήταν κλασικά το παραδοσιακό φαγητό των Ουζμπέκων το πλόφ, δηλαδή αρνί με αρωματικό πιλάφι ανακατεμένο με όλα τα μπαχάρια της ανατολής.

Έχοντας φάει σχεδόν ένα πρόβατο καρακούλ μπήκαμε αργά το απόγευμα στο σκληροτράχηλο Μόσκοβιτς και πήραμε τον δρόμο για την Μπουχάρα

Μπουχάρα

’’ Και ξάφνου µέσα από τη γκρίζα αυτή λασπερή επιφάνεια τινάζονται τα θάµατα’’

Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει από τη Μπουχάρα στις 29 και 30 Μαρτίου του 1929 στην αγαπημένη του Ελένη:

‘’Αγαπημένη µου Lenotchka, η Βουχάρα είναι πιο ανατολίτικη, πιο βαθιά έρηµος από τη Σαμαρκάνδη. Τα σπίτια όλα χαµηλά και όλα από λάσπη. Οι τοίχοι µε ένα µονάχα, ψηλά, παραθυράκι, σαν πολεμίστρα. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι ντυμένοι τόσο παρδαλά, όσο στη Σαμαρκάνδη. Όλα γκρίζα, σα σκόνη, σαν άµµος, όλα χαµηλά, ταράτσες. Και ξάφνου µέσα από τη γκρίζα αυτή λασπερή επιφάνεια τινάζονται τα θάµατα, οι περουζέδες: οι τρούλοι οι στρογγυλοί µε discrète (διακριτική) µυτερή κορφή (σαν ωραία στήθη γυναικός), τα εξαίσια τζαµιά. Εδώ νιώθεις πόσο στις µεγάλες στιγµές του πολιτισμού όλα τα άτοµα θυσιάζουνται για να λαµπρύνουν µιαν Ιδέα. ΄Ολα τούτα τα σπίτια των ατόµων, τα χτισµένα µε λάσπη και άχερα, θυσιάστηκαν για να υψώσουν ανάµεσά τους το σπίτι του Θεού τους. Tί élégance (κομψά) τα τζαµιά της Βουχάρας!’’

Νίκος Καζαντζάκης

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στην Μπουχάρα και κατευθυνθήκαμε προς την καρδιά της μεσαιωνικής πόλης. Εκεί σε ένα από τα ωραιότερα σημεία της παλιάς πόλης, γύρω από την δεξαμενή Lyabi-Hauz, ήταν το ταπεινό κατάλυμά μας .

Ο ύπνος δεν μου κολλούσε παρ΄ολη την κοπιαστική μέρα που είχαμε. Κοιτώντας συνέχεια το ρολόι περίμενα ανυπόμονα να περάσει η ώρα για να βγω έξω και να χαθώ στα σκοτεινά σοκάκια της παλιάς αγαπημένης που βιαστικά άφησα πριν τέσσερα χρόνια. Παλιές θύμισες μου ήρθαν στο μυαλό, θύμισες από την πρώτη μου επίσκεψη τον Μάρτη του 2004.

Τότε δυστυχώς είχαν γίνει βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στην Τασκένδη και στην Μπουχάρα με αρκετά θύματα και είχαμε φύγει κάπως βιαστικά. Τότε, αυτές οι τρομοκρατικές ενέργειες ήταν οι πρώτες που είχαν σημειωθεί στο έδαφος του Ουζμπεκιστάν και το κλίμα παντού ήταν πολύ βαρύ. Η μεγάλη κινητικότητα του στρατού και της αστυνομίας, τα αλλεπάλληλα μπλόκα κάθε τρεις και λίγο, είχαν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα παγερή και ηλεκτρισμένη.

Όταν έπεφτε ο ήλιος όλα ήταν κλειστά και σκοτεινά, δεν κουνιόταν φύλο. Ο κόσμος είχε μαζευτεί στα σπίτια του και κανείς δεν έλεγε τίποτα. Η μόνη πηγή πληροφόρησης των γεγονότων ήταν από τις τηλεφωνικές μας συνομιλίες με την Ελλάδα. Από την πατρίδα μας είπαν τι είχε συμβεί. Εμείς τότε συνεχίσαμε το ταξίδι μας χωρίς να παρεκκλίνουμε ιδιαίτερα το πρόγραμμα μας αλλά σίγουρα το κλίμα μας είχε επηρεάσει. Ευτυχώς ήμασταν στις τελευταίες μέρες του ταξιδιού.

Αυτό το κλίμα και η ανασφάλεια πέρασε με τον καιρό και η χώρα σήμερα είναι ένας από τους ασφαλέστερους ταξιδιωτικούς προορισμούς.

Πριν βγει το πρώτο φως της ημέρας βγήκα έξω αφήνοντας τον φίλο μου τον Γιάννη στην αγκαλιά του Μορφέα. Η πρώτη στάση ήταν στο κοντινό τσάι χανέ (τεϊοποτείο) στην Lyabi-Hauz meydân (πλατεία Lyabi με την μεσαιωνική δεξαμενή νερού). Η πλατεία είναι περιτριγυρισμένη από πανέμορφα μεσαιωνικά κτίρια. Ένα τζαμί έδρα των Σούφι, έναν μεντρεσέ και το άγαλμα του Ναστραντίν Χότζα που η Μπουχάρα τον θεωρεί δικό της παιδί..

Εκεί, καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα μου και βλέποντας όλα τα παραπάνω απόλαυσα ένα ζεστό αρωματικό τσάι, έχοντας παρέα τους σεμνούς και διακριτικούς θαμώνες του τσάι χανε.

Η πρώτη βασική ερώτηση που κάνουν όλοι είναι από πού κρατάει η σκούφια σου. Μόλις γίνει η πρώτη προσέγγιση αντιλαμβάνονται και οι δυο πλευρές διαισθητικά εάν υπάρχει διάθεση για επικοινωνία. Εάν υπάρχει, τότε γινόμαστε παρεάκι.

Το πρώτο θέμα της συζήτησης μας ήταν ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής Βασίλης Χατζηπαναγής ο οποίος είναι γέννημα θρέμμα του Ουζμπεκιστάν. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια ο Vasiliy είναι ακόμα θέμα συζήτησης στα τσάι χανε του Ουζμπεκιστάν..

Άλλο θέμα συζήτησης ήταν ο… Τρωικός πόλεμος. Με έστειλαν αδιάβαστο. Τι να τους απαντήσω στην απορία τους γιατί εμείς οι Έλληνες πολεμούσαμε στην Τροία δέκα χρόνια με αφορμή την αρπαγή μιας γυναίκας; Μετά μου εξήγησαν πως πρόσφατα είχε έρθει η αμερικανική ταινία ‘’Τροία’’ στον κινηματογράφο της περιοχής και έμαθαν γι αυτόν τον πόλεμο..

Τότε μου λύθηκαν οι απορίες…

Και να φανταστείτε ότι όλη αυτή η κουβέντα γινόταν με βασικό κώδικα επικοινωνίας τις δέκα δεκαπέντε αγγλικές λέξεις που γνώριζαν μερικοί που δούλευαν στο παζάρι και άλλες τόσες λέξεις τούρκικες και ρώσικες που γνώριζα εγώ.

Αυτό βασικά που έλυσε το φράγμα της διαφορετικής γλώσσας ήταν η εξαιρετική διάθεση και από τις δυο πλευρές για επικοινωνία. Η νοηματική γλώσσα σε όλο το μεγαλείο της.

Χέρια, μάτια, εκφράσεις προσώπου, σχέδια με το μολύβι σε ένα χαρτί και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς και η κουβέντα κυλούσε μια χαρά.

Θα μπορούσαμε να … κουβεντιάζουμε όλη μέρα με αυτούς τους γλυκύτατους ηλικιωμένους μα δεν ήθελα να χάσω το πρωινό φως. Ο εραστής της φωτογραφίας περίμενε όλη νύχτα ξάγρυπνος για αυτό το ραντεβού.

Σηκώθηκα ευγενικά και χαιρετώντας τους έναν-έναν ξεχύθηκα στα σοκάκια της παλιάς πόλης που ακόμη κοιμόταν. Το να περπατάς και να φωτογραφίζεις το χάραμα, την ώρα που το χρυσό φως του πρωινού ήλιου ξεπροβάλει, φωτίζοντας τα κτίσματα της μεσαιωνικής πόλης είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να πω, μαγικό. Ηδονικό θα έλεγε ο Επίκουρος ή ο Καζαντζάκης.

Όταν η πόλη μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη ξύπνησαν για τα καλά, γύρισα στο σεράι μας, πήραμε το ουζμπέκικο πρωινό μας και ξεχυθήκαμε στο ιστορικό κέντρο.

Η Μπουχάρα είναι μία πολιτεία με ιστορία 2.500 χρόνων. Θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα μεσαιωνικής πόλης στην Κεντρική Ασία.

Ιδρύθηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα και είναι κτισμένη μέσα στην καυτή αγκαλιά της ερήμου Κιζίλ Κουμ (Κόκκινη Άμμος).

Μπουχάρα, στα σανσκριτικά σημαίνει μοναστήρι και θεωρείται γενέτειρα του ζωροαστρισμού.

Αποτέλεσε πρωτεύουσα πολλών βασιλείων (χανάτων), των Σαμανιδών (9ο-10ο μ.Χ. αιώνα), των Σεϊμπανιδών (16ο μ.Χ. αιώνα), των Ασταρχανιδών (17ο-18ο μ.Χ. αιώνα) και ήταν για τους ποιητές της Ανατολής το «δεύτερο ανατολίτικο θαύμα», Έψαξα αρκετά για να βρω ποιο θεωρούν οι ποιητές το πρώτο ανατολίτικο θαύμα αλλά δεν βρήκα.

Η Μπουχάρα έφτασε στο απόγειο της δόξας της κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (12ο-16ο αιώνα), όταν εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς πάνω στον Δρόμο του Μεταξιού.

Ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν κυρίως δρόμος των εμπορευμάτων μα και σταυροδρόμι θρησκειών, παραδόσεων, φιλοσοφιών, αλλά και των επιστημών.

Στις περισσότερες από εκατό ιερατικές σχολές της πόλης διδάσκονταν τα μαθηματικά, η αστρονομία, η ιατρική, η χημεία, η ιστορία και η ποίηση.

Ο μεγάλος φιλόσοφος και ιατρός Αμπού Αλί αλ-Χουσεΐν Ιμπν Αμπνταλλάχ Ιμπν Σίνα, που έγινε γνωστός στη Δύση ως Αβικέννας ήταν από εδώ.

Πολλοί μεγάλοι επιστήμονες και λόγιοι της Ανατολής έζησαν και διέπρεψαν εδώ και όπως λένε έως τις μέρες μας οι ντόπιοι κάτοικοι της Μπουχάρα: Η Σαμαρκάνδη είναι η ομορφιά στην γη αλλά η Μπουχάρα είναι η ομορφιά του πνεύματος.

Τα χρόνια εκείνα η πόλη είχε 11 πύλες και τα καραβάνια που έφταναν στάθμευαν στα εβδομήντα πέντε καραβάν σεράι. Τα εμπορεύματα διοχετεύονταν στα πενήντα παζάρια της πόλης και ήταν η μεγαλύτερη υπεραγορά του μεσαίωνα.

Τους επόμενους αιώνες που άνοιξαν οι δρόμοι της θάλασσας, ο δρόμος του μεταξιού αρχίζει να παρακμάζει και η πόλη θα χάσει την παλιά της αίγλη.

Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα κυβερνηθεί από διάφορους εμίρηδες και το χίλια οκτακόσια εξήντα ο Τσάρος της Ρωσίας θα το κάνει προτεκτοράτο του.

Αργότερα λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση θα ανακηρυχτεί σε Λαϊκή Σοβιετική Δημοκρατία.

Σήμερα στο ιστορικό κέντρο της πόλης υπάρχουν 140 μεσαιωνικά κτίσματα.

Μπαίνοντας στα θολωτά παζάρια ζαλίζεσαι από τα άπειρα μαγαζάκια.. Δεν είναι τυχαίο που από πολύ παλιά αποκαλούσαν τα θολωτά παζάρια της πόλης «σπηλιά του Αλή Μπαμπά».

Απλωμένα χαλιά, είδη λαϊκής τέχνης, χρυσά και ασημένια κοσμήματα απίθανες ζωγραφιές μινιατούρες πάνω σε μεταξωτές σελίδες παλαιών βιβλίων.

Η τέχνη της καλλιγραφίας, της μικρογραφίας, της κεραμικής, και της ξυλογλυπτικής ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες από τα χρόνια του Ταμερλάνου.

Μπαίνοντας σε ένα παλαιό καραβάν σαράι το οποίο είχε μετατραπεί σε εργαστήρι ενός ντόπιου καλλιτέχνη είδαμε κάποια απίθανα έργα μικροζωγραφικής Αγοράσαμε από ένα έργο το οποίο ήταν ζωγραφισμένο πάνω σε σελίδες από μετάξι .

Η ζωγραφική αυτή κοσμούσε διάφορα παλιά χειρόγραφα κείμενα ποιητικών έργων. Η τεχνική αυτή προήλθε από παλαιότερη τεχνική ζωγραφικής παράδοσης των αρχαίων πόλεων της Περσίας.

Την επομένη μέρα συνεχίσαμε την βόλτα μας βλέποντας το. παλάτι του τελευταίου Χαν, ιερατικές σχολές, το κάστρο της πόλης, απίθανα τζαμιά και τον ξεχωριστό μιναρέ Καλάν (Kalan Minaret), με ύψος 47 μ.

Κτίστηκε το1127 και θεωρείται ο ψηλότερος της Κεντρικής Ασίας.

Εκτελούσε χρέη φάρου βοηθώντας τα καραβάνια να βρουν τον δρόμο τους μέσα στην έρημο, ενώ οι ντόπιοι τον χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο για να ελέγχουν όσους προσέγγιζαν την πόλη. Από την κορυφή του μιναρέ, ο Χαν (βασιλιάς) κάθε μεσημέρι συνήθιζε να ρίχνει στο κενό έναν βαρυποινίτη, θεσμός που καταργήθηκε από τους σοβιετικούς το 1921. Ο εμβληματικός μιναρές που αποτελεί σύμβολο της πόλης, βρίσκεται στην πλατεία Poi Kalon.

Δεξιά του μιναρέ βρίσκεται το τζαμί Kalon Juma που κτίστηκε το 795 και είναι το τζαμί της Παρασκευής. Από την αριστερή πλευρά βρίσκεται o μεντρεσές Mir-i-Arab που κτίστηκε το 1535.

Μετά από τρεις γεμάτες μέρες παραμονής στην αγαπημένη Μπουχάρα φύγαμε δυτικά μέσα στην καρδιά της ερήμου για να βρούμε το περιτριγυρισμένο από τείχη χανάτο της Χίβα που σώζεται καθ’ ολοκληρίαν έως σήμερα.

Το ταξίδι συνεχίζεται…

Πέτρος Τριανταφυλλίδης

Αφήστε μια απάντηση