Στην Καλογρέζα «ανιπτόπους και σφενδονήτης»

Την Καλογρέζα  που γνώρισε ως παιδί, την Καλογρέζα των χωματόδρομων και της καρβουνόσκονης περιγράφει ο ποιητής Τάσος Γαλάτης (1937- ) στο ποιητικό του έργο… Θυμάται τους φίλους και τους συμμαθητές του, τους δρόμους και το ρέμα, τις σκανταλιές και τις εξορμήσεις τους, τον Καραγκιόζη και τα στέκια τους…

Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς με καταγωγή από τη Νέα Φιγαλεία (Ζούρτσα) της Ηλείας. Στην Καλογρέζα ήρθε στις αρχές του ΄45. «Μέναμε στο νοίκι. Το σπίτι, Βοσπόρου 95. Ο ιδιοκτήτης του είχε πάει φυλακή. Μας έδιωξε μετά αλλά από μια σύμπτωση, το σπίτι ήρθε ξανά στα χέρια μας, αγοράστηκε από το μικρότερο αδελφό της μητέρας μου… Στέκει ακόμη εκεί, λίγο έχει αλλάξει, μετά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις…

»Οι δρόμοι της Καλογρέζας ήταν τότε χωματόδρομοι, νερό δεν υπήρχε, ο κόσμος περίμενε το βυτίο. Αργότερα βάλανε μια βρύση στα σταυροδρόμια. Εμείς ήμασταν τυχεροί γιατί το σπίτι που μέναμε, είχε πηγάδι.
Στη γειτονιά μου έμενε η Μαριάνθη, που πήγαινε στο γαλλικό ινστιτούτο. Πιο κάτω, η οικογένεια Μάνεση, οι Μαυριδόπουλοι, ο Κατραμάδος, ο Μητρόπουλος, ο Μπάτης, που τον φωνάζαμε «Μπιζέλα» και κοντά στο ρέμα οι Παπαδόπουλοι, που είχαν μια σούστα…

Γυμνάσιο πήγα στο «Αναξαγόρειο». Μαζί μου ο Τιγκίρης, ο Κουσκούνης, η Λουλούκου. Κατεβαίναμε με τα πόδια στη Νέα Ιωνία. Θυμάμαι τις εργάτριες που έβγαιναν με το μπαμπάκι στα μαλλιά, σαν σχόλαγε η βάρδια στο Μουταλάσκη. Θυμάμαι ακόμη τα εγκαίνια του δημοτικού σχολείου Καλογρέζας, είχα δει από πολύ κοντά τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Θυμάμαι τους εργάτες που γύριζαν το μεσημέρι από τη δουλειά, μουτζουρωμένοι … Θυμάμαι το πετροκάρβουνο, που καίγαμε στη θερμάστρα και ήταν λαμπερό σα διαμάντι. Θυμάμαι, που με τα άλλα παιδιά τριγυρίζαμε ανάμεσα στους σωρούς τα κάρβουνα»*.

….Τότε πού παίρναμε την κατηφόρα για το ρέμα
ο Μπάτης, ο Κουσκούνης κι ο Μπουμπούνας
η Νίκη του Μαλαφέκα, το αγοροκόριτσο
ο Κατραμάδος κι ό Τιγκίρης
κι άλλοι πολλοί με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ΄ το μεγάλο μακελειό
και τίνες μάλιστα εξ αυτών
εντός ολίγου ποδοσφαιριστές δαφνοστεφείς
ανά το Πανελλήνιον
ξυπόλητοι, με τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη
τραγουδώντας το ηρωικό
«είμαστε αλάνια» (δις)
στις ανθισμένες λυγαριές της ποταμιάς
ψάχνοντας ποιος θα βρει το πιο γερό τσατάλι
για να ταιριάξει τη σφεντόνα του.

Ήμουν κι εγώ στην Καλογραίζα
τριγυρίζοντας ολημερίς στα λιγνιτωρυχεία και στα Τουρκοβούνια
εκεί που κατά τον Παυσανία υπήρχε ιερό του Δία
μα δεν το συναντήσαμε ποτέ κι ούτε μας ένοιαζε […]
Ήμουν κι εγώ στην Καλογραίζα
προτού γίνει Καλογρέζα […]
Στα χρόνια εκείνα του κατατρεγμού

[….] Οι παιδικοί μου φίλοι και συμμαθητές
που οι πατεράδες τους δούλευαν στα λιγνιτωρυχεία
και οι μανάδες τους στα υφαντουργεία του Μουταλάσκη
μπορούν να είναι μάρτυρες
αν εξακολουθούν να θυμούνται
τις σχολικές μας εκδρομές πεζή στα Μάρμαρα
ή με το φορτηγό στο Σούνιο και στην Πεντέλη.

… … …

Οδός Βοσπόρου, οδός Κασταμονής
πιο εδώ η Ακριτών, λίγο πιο κάτω η Βυζαντίου
και βέβαια το ρέμα με τις αλυγαριές.

Δρόμοι του Κάτω Κόσμου
της καρβουνόσκονης, της λάσπης και της εργατιάς
δρόμοι πιο αληθινοί από την αλήθεια
με τα χωνιά και τα συνθήματα τις νύχτες από τα Τουρκοβούνια
κι αλαφιαζόταν ο πατέρας μου, έτρεμε η μάνα μου
ενώ εγώ αμέριμνος κοπίδιαζα τους καραγκιόζηδές μου,
άφαντοι το άλλο πρωί σαν τον Καπετάν Απέθαντο.

… … …

Ψηλά πάνω από τη γέφυρα
λίγο πιο εδώ από το σταθμό του ηλεκτρικού
μπορούσαμε τα βράδια του καλοκαιριού
να παρακολουθούμε τις μαυρόασπρες ταινίες
στο παρακείμενο υπαίθριο σινεμά.

Συνήθως ήταν ο Σαρλό
ο Χονδρός και ο Λιγνός ή αισθηματικές ιστορίες
με αυλικούς ερωτιδείς και ποθοπλανταγμένες εστεμμένες.
… … …

Κι εγώ στην Καλογραίζα του ’50
στους χωματόδρομους και στους λιγνίτες, στ’ Αναπηρικά
τι οξύμωρο να σπουδάζω λεπτεπίλεπτους κανόνες
για δείπνα, γεύματα, επιδόρπια, δεξιώσεις.

[….] Δεν έμαθα ποτέ μου τρόπους
η Καλογραίζα φταίει, τα λιγνιτωρυχεία της
οι πατερίτσες και τα ξύλινα ποδάρια
των ακρωτηριασμένων του ’40, οι πατεράδες των συμμαθητών μου.

…. …. ….

Στο παλιό φωτογραφείο του Ηλία Βογιατζόγλου
μπαινόβγαινε βράδυ πρωί ένα πλήθος κόσμου,

[….] Κι εμείς οι νεοσσοί, το αργόσχολο φοιτηταριό
δεν χάναμε την ευκαιρία, κάθε απόγευμα εκεί σμίγαμε
και απολαμβάναμε τον Βάσο να μιμείται αριστοτεχνικά
τον κύριο Μπούρκα τον καθηγητή μας (Αχ, Καρακουλάκη)
ενώ παράμερα ο Χρίστος ο Ρουμελιωτάκης και ο Χατζόπουλος
κρυφομιλούσαν για τα μαρξιστικά τους τα εξαίσια,
με ποιο τρόπο θ’ άλλαζαν τον κόσμο
που σύντομα τους άλλαξε την πίστη αλίμονο
στις φυλακές της Χούντας και τις εξορίες.**

 

*Κώστα Χαλέμου, Βάρδα βουλιαμέντο, Ιδιωτική έκδοση, 2014

** Αποσπάσματα από το έργο του ποιητή: Ανιπτόποδες και σφενδονήτες – Εκδ. Γαβριηλίδης, 2005
(Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2006)

***Στη φωτογραφία (του 1958), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λυχνάρι», εικονίζονται (από αριστερά) οι Γαζέπης, Θανόπουλος, Τσεσμελής, Ρουμελιωτάκης, Γαλάτης, Κοκκινίδης, Μιχαηλίδης.

 

Αφήστε μια απάντηση