Mε το έμπα της δεκαετίας του ’30, το σανατόριο «Η Σωτηρία», δεν έχει χώρο για όλους και η φυματίωση, το «χτικιό» όπως το έλεγαν, θερίζει αλύπητα*. Ιδιαίτερα τους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου χιλιάδες αυτοσχέδια σπίτια-τρώγλες, ανήλιαγα και χωρίς εξαερισμό, στέγαζαν ολόκληρες οικογένειες. Στις παράγκες η φυματίωση έβρισκε τις πιο κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί.
Ωστόσο, στη Νέα Ιωνία και στην Καλογρέζα δεν έφταιγαν μόνο οι παράγκες για τη μετάδοση της αρρώστιας. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 14/8/1929:
«Τα περισσότερα των εργοστασίων είναι εγκατεστημένα εντός χαμοκελών και τα δυστυχισμένα κορίτσια εργάζονται εν ασφυκτικώ συνωστισμό. Μεταξύ όμως των εργαζομένων κοριτσιών υπάρχουν και πλείστα φυματικά και άλλα τόσα προφυματικά. Και τα μεν φυματικά το ένα μετά το άλλο υποκύπτουν εις την επάρατον νόσο, τα δε προφυματικά εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος παρουσιάζουν έκδηλα τα σημάδια της φυματιώσεως.
Ταυτοχρόνως μολύνονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό και τα λοιπά υγιή κορίτσια εργαζόμενα εντός περιβάλλοντος ευνοούντος τα μέγιστα την εξάπλωση της νόσου…»
Την εποχή εκείνη οι φθισικοί περιθωριοποιούνταν. Είναι χαρακτηριστικός ο «δεκάλογος κατά της φθίσεως» που είχε εκδοθεί από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο κατά της φυματίωσης και ο οποίος προέτρεπε τους φυματικούς να μην παντρεύονται, να κοιμούνται σε χωριστό δωμάτιο, καλά σκεπασμένοι, με ανοιχτά παράθυρα, να έχουν ιδιαίτερα ποτήρια, σερβίτσια φαγητού, κλινοσκεπάσματα.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, από την πλευρά του, συμβούλευε τους ασθενείς με φυματίωση να «είναι εύθυμοι, να έχουν θάρρος, να μη φιλούν ποτέ κανένα, να μην πίνουν οινοπνευματώδη: Όπως έγραφε: «Οι φρόνιμοι δύσκολα γίνονται φθισικοί και δύσκολα αποθνήσκουν από φθίσιν. Η θεραπεία της φθίσεως είναι ζήτημα υπομονής και θελήσεως!».
Οι πιο εύποροι βολεύονταν με ένα ταξίδι σε μια χώρα που είχε ήλιο και καθαρό αέρα. Το «ταξίδι» αυτό αντικαταστάθηκε αργότερα από τα «σανατόρια». Εκείνα των πλουσίων ήταν πολυτελή -ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν κάνει μια αξέχαστη περιγραφή τους στο μυθιστόρημα του «Το Μαγικό βουνό».
Με την έξαρση της αρρώστιας η ανάγκη για την ίδρυση σανατορίων στο λεκανοπέδιο της Αττικής έγινε επιτακτική. Το 1912 χτίστηκε το σανατόριο στην Πάρνηθα και λίγα χρόνια αργότερα, κοντά στη γειτονιά μας, το Αναρρωτήριον «Αι Κουκουβάουνες».
Βρισκόταν στο 11ο χιλιόμετρο της οδού Τατοΐου και, όπως διαβάζουμε σε διαφήμιση που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής, επρόκειτο για «σανατόριο πολυτελείας με προσιτάς τιμάς».
Οι προσιτές τιμές «μεταφράζονταν» ως εξής: Α΄ Θέσεως δραχ. 200, Β΄ Θέσεως δραχ. 150, Γ΄ Θέσεως δραχ. 125. ΗΜΕΡΗΣΙΩΣ αλλά, «όλων συμπεριλαμβανομένων»…
Όσοι είχαν τον τρόπον τους και μπορούσαν να πληρώσουν εύρισκαν στο σανατόριο «κλίμα ευκραές, ξηρόν, μέσου ύψους, κατάλληλον δια κάθε είδος φυματιώσεως, χωρίς ομίχλην και χωρίς υγρασίαν. Δωμάτια ευήλια, ευρύχωρα και ευάερα. Ειδικόν Αεροθεραπευτήριον συγκεντρώνον όλα τα μέσα της αεροθεραπείας εν γένει».
Όπως μας πληροφορούσε ακόμη η διαφήμιση διέθετε «ηλεκτρικάς και μηχανικάς εγκαταστάσεις με λεπτομερή επιστημονική παρακολούθησιν εξ ειδικών πεπειραμένων ιατρών, ευρωπαϊκής μορφώσεως και με προσωπικόν προς τούτο ειδικευμένον».
Κι επίσης εφαρμόζονταν σε αυτό «όλαι οι νεώτεραι μέθοδοι διαγνωστικής και θεραπείας. Ακτινοσκοπήσεις, ακτινογραφίαι, τεχνητός πνευμοθώραξ, φρενικοεξαίρεσις, χρυσοθεραπεία, εμβολιοθεραπεία, ενέσεις ασβεστίου κλπ».
Όσο για την πρόσβαση σε αυτό, κανένα πρόβλημα καθότι υπήρχε «τακτική συγκοινωνία μετά των Αθηνών δια λεωφορείων Αθηνών-Λυκόβρυσι. Σταθμός εν Αθήναις, γωνία οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου και Χαλκοκονδύλη…».
*Από το 1929 έως το 1938, υπολογίζεται πως στην Ελλάδα πέθαναν σχεδόν 100.000 άνθρωποι από τη φυματίωση.
Σημ: Η βασική φωτογραφία είναι από το Μουσείο του νοσοκομείου «Σωτηρία» (Η εφαρμογή του τεχνητού πνευμοθώρακα στα εξωτερικά ιατρεία)